CHARLES BAUDELAIRE
Η
ΦΡΕΓΑΔΑ
Ω
αφράτη γόησσά μου, να ιστορήσω θέλω πάλι
της
νιότης σου (που σε στολίζουν) τα ποικίλα κάλλη
και
να τα ζωγραφίσω συναγμένα
στον
τόπο που η παιδίσκη και η γυναίκα γίνοντ’ ένα.
Περνάς
κι η φούστα σου η αέρινη σαρώνει, κι είσαι κάτι
με
ωραίο σκάφος όμοιο που τα πελαγίσια πλάτη
οργώνει
ορθόπλωρο και πάει κυλώντας,
έναν
ρυθμό γλυκό και οκνό και αργόν ακολουθώντας.
Στον
γλαφυρό μακρύ λαιμό, στους τροφαντούς σου ώμους
η
κεφαλή σου εισάγει άγνωστους της χάρης νόμους·
με
γάρμπο στυλ και με θριάμβου αέρα
μεγαλοπρέπεια
συνιστάς, σαν σ’ ανταμώνει η μέρα.
Ω
αφράτη γόησσά μου, να ιστορήσω θέλω πάλι
της
νιότης σου (που σε στολίζουν) τα ποικίλα κάλλη
και
να τα ζωγραφίσω συναγμένα
στον
τόπο που η παιδίσκη και η γυναίκα γίνοντ’ ένα.
Ο
κόρφος σου ορθωτός τσιτώνει, σκίζει το μετάξι·
ο
κόρφος σου είν’ ερμάρι με τα πράγματά του εν τάξει:
οι
τορνευτοί σου με τέλεια λεία ύλη
ταμπλάδες
σαν ασπίδες λάμπουν με αστραπές στα χείλη –
προκλητικές
ασπίδες: στις ακμές τους έχουν ρόδα!
Ερμάρι
μ’ όλα τα καλά… με μυστικά… κι ευώδα
ανέκαθεν
κρασιά, λικέρια, μύρα,
που
ευφραίνουν την καρδιά κι ανοίγουνε του νου τη θύρα!
Περνάς
κι η φούστα σου η αέρινη σαρώνει, κι είσαι κάτι
με
ωραίο σκάφος όμοιο, που τα πελαγίσια πλάτη
οργώνει
ορθόπλωρο και πάει κυλώντας,
έναν
ρυθμό γλυκό και οκνό και αργόν ακολουθώντας.
Οι
γάμπες σου οι ευγενείς τους κρύφιους πόθους ατσαλώνουν
γύρω
απ’ της φούστας τα βολάν, κι αμέσως τους σκοτώνουν.
Είν’
μάγισσες· και βάνουν ό,τι φτιάνει
το
μαύρο φίλτρο τους να δέσει σε βαθύ καζάνι.
Οι
ωλένες σου, που πρώιμους θυμίζουν ηρακλήδες,
στιλπνοί
δυό βόες είναι, αντίπαλοι γεροί: δυό φίδες,
που
πλάστηκαν αγκάλες, και ανενδότως
τον
εραστή σου φυλακίζουν στης ψυχής το σκότος
Στον
γλαφυρό μακρύ λαιμό, στους τροφαντούς σου ώμους
η
κεφαλή σου εισάγει άγνωστους της χάρης νόμους·
με
γάρμπο στυλ και με θριάμβου αέρα
μεγαλοπρέπεια
συνιστάς, σαν σ’ ανταμώνει η μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου