ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ
ΩΔΗ
ΕΙΣ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ
(απόσπασμα)
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα.
Και σε τούτη την άφραστη αρμονία
Της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα.
Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
Έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι
Της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
Της σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
Ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλη.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
Σε μιάν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
Στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσο
Συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω·
Παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζης
Στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
Σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζης.
(απόσπασμα)
Γλυκύτατη φωνή βγάν’ η κιθάρα.
Και σε τούτη την άφραστη αρμονία
Της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα.
Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
Έκσταση του Οσσιάνου, εις τ’ ακρογιάλι
Της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
Της σελήνης· αυτήν εσυνηθούσε
Ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλη.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
Σε μιάν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
Στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ’ το Σκοπό νά το προβαίνει· ω πόσο
Συ την νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικόν θε να σου υψώσω·
Παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζης
Στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
Σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου