Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΧΑΘΕΙ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ
Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι·
το δύστυχο σταχτί· το καπνισμένο κίτρινο·
ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους.
Έρχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ’ το πλάι·
ξεχνάς εκείνο που ’θελες να του ζητήσεις· το χέρι σου
αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου.
Ήταν αυτό; Και τί ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος;
Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ’ εφημερίδες,
τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, –
ω, σιωπηλή διάρκεια· καθόμαστε χάμου στο χώμα
μ’ ένα καλάθι φραγκόσυκα, με τό ’να παπούτσι του δρομέα, –
κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια,
κάτω απ’ το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στα δυο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί.
Αθήνα, 19.Χ.76
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Μονοβασιά», Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 59.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΡΙΤΣΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ωραία γυναίκα του Μιλάνου με πολύ βαμμένα μάτια, με βαμένα χείλη
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι νύχια
μ΄εντελώς άβαφτα γόνατα
Κι αυτός, γονατισμένος,
να ζωγραφίζει στο ΄να γόνατό της ένα φίδι
και στ άλλο΄ ένα μικρό παράθυρο να την κοιτάζει μέσα
Γ. Ριτσος/ ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ