Ο ATAHUALPA YUPANQUI ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Pablo nuestro que estás en tu Chile,
Viento en el viento.
Cósmica voz de caracol antiguo.
Nosotros te decimos,
Gracias por la ternura que nos diste.
Por las golondrinas que vuelan con tus versos.
De barca a barca. De rama a rama.
De silencio a silencio.
El amor de los hombres repite tus poemas.
En cada calabozo de América
un muchacho recuerda tus poemas.
Pablo nuestro que estás en tu Chile.
Todo el paisaje custodia tu sueño de gigante.
La humedad de la planta y la roca
allá en el sur.
La arena desmenuzada, Vicuña adentro,
en el desierto.
Y allá arriba, el salitre, las gaviotas y el mar.
Pablo nuestro que estás en tu Chile.
Gracias, par la ternura que nos diste.
Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007
ΔΥΟ ΓΙΓΑΝΤΕΣ: ΑΤΑΟΥΑΛΠΑ ΓΙΟΥΠΑΝΚΙ ΚΑΙ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Ετικέτες
ισπανοφωνη ποιηση,
NERUDA,
YUPANQUI (ATAHUALPA)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΝΑ ΗΤΑΝ
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρωστάω στη Έλενα από προηγούμενο σχόλιο όταν με μπέρδεψε με τον ΑΧΙ, ένα στιχούργημα για τις "πυργοδέσποινες των ονείρων".
Ζήτησα από τον φίλο μου τον Παπαίωάννου να το γράψει. Μου έστειλε ένα τετράστιχο σχετικά μαζί με άλλα δυο αποσπάσματα περί ονείρων και της τα αφιερώνω
Ι
Ω πυεργοδέσποινα των πιο γλυκών ονείρων
στον πύργο σου απόψε υποδέξουμε
στα τρίσβαθα των σκοτεινών κρατήρων
τους εφιάλτες της ζωής μας πώς ν' αντέξουμε;
ΙΙ
Τα όνειρα που βλέπουμε ανήκουν σ' άλλον ύπνο
που τον κοιμούνται οι δυνατοί κι οι αδικοχαμένοι
ένα κρασί με κέρασες στο μυστικό σου δείπνο
και η ζωή μου έγινε δύο φορές πιο ξένη
ΙΙΙ
Ξυπνήσανε τα όνειρα
μα εγώ κοιμάμαι ακόμα
δεν θέλω πια να σηκωθώ
φοβάμαι ν' αποχωρισθώ
απ' το δικό σου σώμα
Ξυπνήσανε τα όνειρα
κι ανοίξαν τις κουρτίνες
μα εγώ σε θέλω πάντα εδώ
τα μάτια κλείνω να μη δω
του ήλιου τις ακτίνες
Αριστουργηματικό το ποιημα του Γιουπάνκι -παραλλαγη στο Πάτερ Ημων-παρά τα φτωχά ισπανικά μου γοητευτηκα
ΑπάντησηΔιαγραφήΒλέπω, το βλόγιον κινείται πλέον και σε άλλες διαστάσεις, ακουστικές...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα περιμένουμε λοιπόν προσεχώς πόστιον ειδικό, με τον βλογίστα να διαβάζει τμήμα του μυθιστορκού καρβονάριου πονήματός του;
@ όλους: Ευχαριστώ - θα δούμε τι θα κάνουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ΘΑΠ: Ακριβώς. Ο πρώτος στίχζος άπηχεί το Padre nuestro que estas en tu cielo ...
@ μένανδρος: Χαθήκαμε! Καταπληκτικές οι "Πυργοδέσποινες των ονείρων". Τυχερή η έλενα που μέσω τρίτων "κερδίζει" τέτοια ποιήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Mένανδρος:
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις θερμές ευχαριστίες μου και στους δύο λοιπόν!Να, κάτι τέτοια κάνετε και με κακομαθαίνετε σ' αυτό το μπλογκ. Τι να πω παραπάνω; Ότι τους στίχους του Παπαιωάννου και το πλέξιμό τους τα βρίσκω θεσπέσια δεν είναι νέο, οπότε ας μην επαναλαμβανόμαστε..
Muchas gracias compañeros!
@κ. Κεντρωτή:
ΑπάντησηΔιαγραφήMuchas gracias a usted también, maestro!Πάντα βρίσκετε τον τρόπο ν' ανοίγετε νέους δρόμους κι ορίζοντες!Όσο για το ότι κερδίζω, κερδίζω, είναι αλήθεια και μάλιστα μου αφιερώνονται κιόλας! Μην το παραβλέπουμε..Ένας Κολομβιανός φίλος και λάτρης της ποίησης θα χαρεί σίγουρα να επισκεφθεί το μπλογκ μας γι' αυτό το ποστ.
Την καληνύχτα μου! Ή μάλλον, πριν καληνυχτίσω, θα στείλω ένα ποίημα του Sabines:
LOS AMOROSOS Los amorosos callan.
El amor es el silencio más fino,
el más tembloroso, el más insoportable.
Los amorosos buscan,
los amorosos son los que abandonan,
son los que cambian, los que olvidan.
Su corazón les dice que nunca han de encontrar,
no encuentran, buscan.
Los amorosos andan como locos
porque están solos, solos, solos,
entregándose, dándose a cada rato,
llorando porque no salvan al amor.
Les preocupa el amor. Los amorosos
viven al día, no pueden hacer más, no saben.
Siempre se están yendo,
siempre, hacia alguna parte.
Esperan,
no esperan nada, pero esperan.
Saben que nunca han de encontrar.
El amor es la prórroga perpetua,
siempre el paso siguiente, el otro, el otro.
Los amorosos son los insaciables,
los que siempre —¡qué bueno!— han de estar solos.
Los amorosos son la hidra del cuento.
Tienen serpientes en lugar de brazos.
Las venas del cuello se les hinchan
también como serpientes para asfixiarlos.
Los amorosos no pueden dormir
porque si se duermen se los comen los gusanos.
En la obscuridad abren los ojos
y les cae en ellos el espanto.
Encuentran alacranes bajo la sábana
y su cama flota como sobre un lago.
Los amorosos son locos, sólo locos,
sin Dios y sin diablo.
Los amorosos salen de sus cuevas
temblorosos, hambrientos,
a cazar fantasmas.
Se ríen de las gentes que lo saben todo,
de las que aman a perpetuidad, verídicamente,
de las que creen en el amor como en una lámpara de inagotable aceite.
Los amorosos juegan a coger el agua,
a tatuar el humo, a no irse.
Juegan el largo, el triste juego del amor.
Nadie ha de resignarse.
Dicen que nadie ha de resignarse.
Los amorosos se avergüenzan de toda conformación.
Vacíos, pero vacíos de una a otra costilla,
la muerte les fermenta detrás de los ojos,
y ellos caminan, lloran hasta la madrugada
en que trenes y gallos se despiden dolorosamente.
Les llega a veces un olor a tierra recién nacida,
a mujeres que duermen con la mano en el sexo, complacidas,
a arroyos de agua tierna y a cocinas.
Los amorosos se ponen a cantar entre labios
una canción no aprendida.
Y se van llorando, llorando
la hermosa vida.
JAIME SABINES (MÉXICO)
Και τώρα, ναι, καληνύχτα!