VICENTE ALEIXANDRE
ΤΟΥ
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΠΟΛΗ
Στη
Μάλαγα, την πόλη μου
Ποτέ
δεν σε χάνω από τα μάτια μου, πόλη των θαλασσινών μου ημερών.
Όπως
κρέμεσαι από το επιβλητικό βουνό κι έχοντας μόλις ανακόψει
στην
κατακόρυφη πτώση σου στα γαλάζια κύματα,
φαίνεται
πως βασιλεύεις κάτω απ’ τον ουρανό, πάνω απ’ τα νερά
και
στη μέση του αέρα, κι εγώ σαν χέρι τυχερό
θά
’θελα να σε κρατούσα, μια στιγμή δόξας, πριν για πάντα σε βυθίσω στων ερώτων τα
κύματα.
Μα
εσύ κρατιέσαι, αντέχεις, ποτέ δεν κατεβαίνεις, και η θάλασσα αναστενάζει
ή
βρυχάται για σένα, πόλη των φαιδρών μου ημερών,
πόλη
μητέρα, πόλη κατάλευκη όπου και έζησα και θυμάμαι,
πόλη
αγγελική που πιο πάνω από τη θάλασσα στους αφρούς της δεσπόζεις.
Δρομάκια
πανάλαφρα, δρομάκια μουσικά. Κήποι
όπου
άνθη τροπικά υψώνουν τις χοντρές τους και νεανικές παλάμες –
παλάμες
φωτός που φτερωμένες πάνω απ’ τα κεφάλια
τη
λάμψη σείουν της αύρας, και αιωρούνται
για
μια στιγμή χείλη ουράνια που συναπαντιούνται
με
προορισμό τους τα πιο απομακρυσμένα, μαγικά νησιά,
όπου
εκεί ελεύθερες πλέον μες στο γλαυκό πλέουν το χρώμα.
Έζησα
κι εγώ εκεί, εκεί, πόλη αστεία, πόλη κρυμμένη –
εκεί
όπου οι νέοι επάνω στις απαλές πέτρες γλιστράνε
και
όπου οι τοίχοι οι αστραφτεροί πάντοτε φιλιούνται
με
όποιους τυχόν συναντιούνται, σαν τσαγιέρες που βράζουν.
Εκεί
χέρι μητρικό με οδήγησε.
Και
ίσως από ανθισμένο φράχτη κάποια λυπημένη κιθάρα
να
έπαιζε το ξαφνικό τραγούδι που ανακόπηκε στον χρόνο·
ήρεμη
η νύχτα, πιο ήρεμος ο εραστής,
κάτω
από την αιώνια σελήνη που εξ απροόπτου διαβαίνει.
Μια
απλή πνοή αιωνιότητας θα μπορούσε να σε καταστρέψει,
ω
πόλη αφάνταστη, ω στιγμή που σ’ ενός Θεού τον νου αναδύθηκες.
Για
ένα όνειρο έζησαν και δεν έζησαν οι άνθρωποι
και
στους αιώνες των αιώνων ακτινοβολούν σαν θεϊκή πνοή.
Κήποι,
άνθη. Θάλασσα ενθαρρυντική σαν μπράτσο που λαχταράει
την
πόλη που πετάει ανάμεσα στο βουνό και στην άβυσσο,
την
κάτασπρη μες στον αέρα και με ποιότητα πουλιού που ζυγιάζεται
υπέροχα
στο διάστημα. Ω πόλη, όχι στη γη, στο διάστημα!
Απ’
αυτό το μητρικό χέρι κουβαλήθηκα ελαφρύς-ελαφρύς
στους
αβαρείς σου δρόμους. Γυμνοπόδαρος τη μέρα,
γυμνοπόδαρος
τη νύχτα. Μεγάλο φεγγάρι. Ήλιος καθαρός.
Εκεί
ο ουρανός ήσουν εσύ, η πόλη που τον κατοικούσε.
Πόλη
εσύ που μέσα του πετούσες με τις φτερούγες διάπλατα ανοιγμένες.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου