PABLO NERUDA
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΑΓΚΙΝΑΡΑ
Η
αγκινάρα
με
την τρυφερή καρδιά
πολεμιστής
εντύθηκε,
σηκώθηκε
όρθια, έχτισε
έναν
μικρούλη τρούλο,
έμεινε
αδιάβροχη
κάτω
από
τα λέπια της,
στο
πλάι της
τα
τρελά λαχανικά
κουλουριαστήκανε
κι
έγιναν
βάτοι
και σπαθόχορτα,
βολβοί
συγκινητικότατοι
στο
υπέδαφος,
το
καρότο αποκοιμήθηκε
με
τα κόκκινα μουστάκια του,
το
αμπέλι
εξέρανε
τις κληματόβεργες
απ’
όπου ανεβαίνει το κρασί,
η
ντομάτα
αφοσιώθηκε
στο
να δοκιμάζει φούστες,
η
ρίγανη
στο
ν’ αρωματίζει τον κόσμο,
και
η γλυκιά
αγκινάρα
εκεί
στο περβολάκι,
ντυμένη
πολεμιστής,
εγυάλιζε
σαν
χειροβομβίδα,
υπερήφανη,
και
μια μέρα
(μαζί
με τις άλλες αγκινάρες,
με
τη μια τους δίπλα στην άλλη
σε
κάτι μεγάλα κοφίνια
από
λυγαριά) τον δρόμο επήρε
για
τη λαϊκή αγορά
για
να πραγματοποιήσει τ’ όνειρό της:
να
επιλεγεί
και
να καταταγεί στην πολιτοφυλακή.
Στοιχισμένη
Ουδέποτε
είχε υπάρξει τόσο αρειμάνια
όπως
στη λαϊκή την αγορά.
Οι
άνθρωποι εκεί
ανάμεσα
στα ζαρζαβατικά
με
τ’ άσπρα τους πουκάμισα
ήσαν
στρατάρχες
και
διέταζαν τις αγκινάρες,
στις
στοιχισμένες τους σειρές,
με
φωνές και προσταγές
και
με τον πάταγο που κάνει
ένα
κασόνι όταν πέφτει.
Έτσι
όμως
ιδού
έρχεται
η
Μαρία
με
το πανέρι της,
διαλέγει
μιαν
αγκινάρα,
δεν
τη φοβάται,
την
εξετάζει, την παρατηρεί
κόντρα
στο φως σαν νά ’ναι αβγό,
την
αγοράζει,
την
πετάει κουτουρού
στην
τσάντα της
μαζί
μ’ ένα ζευγάρι παπούτσια,
μ’
ένα κραμβολάχανο,
τουτέστιν
μάπα,
και
μ’ ένα
μπουκάλι
ξίδι
ώσπου
να
μπει στην κουζίνα
και
να τη βάλει στην κατσαρόλα.
Έτσι
τελειώνει
εν
ειρήνη
τούτος
ο αγώνας
του
οπλισμένου λαχανικού
που
λέγεται αγκινάρα,
κι
έπειτα εμείς
λέπι
το λέπι
γδύνουμε
τη
γλύκα
και
τρώμε
τη
ζύμη την ονειρική
της
πράσινης καρδιάς της.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου