OCTAVIO PAZ
ΟΡΑΜΑ
Πουλιά πετούν σπινθηροβόλα μέσ’ από
τούτα τα γράμματα. Εν μέση ημέρα ανατέλλει η άγνωστη, του ‘ηλίου ήλιος
αντίπαλος, και ξεχειλίζει ανάμεσα στις μαυρίλες και στις ασπρίλες του
ποιήματος. Στο δάσος του ξαφνιάσματός μου τιτιβίζει ευλαβικά. Κάθεται στο
στήθος μου με την ίδια άτεγκτη τρυφερότητα του φωτός που σκύβει το κεφάλι του
πάνω από κάποιο παρατημένο στουρνολίθαρο. Ανοίγει τα φτερά της και τραγουδάει, τ’
απλώνει και λαλεί. Περιστερώνας είναι το στόμα της απ’ όπου αναβλύζουν λέξεις άνευ
νοήματος, πηγή θαμπωμένη είναι απ’ το ίδιο της το ανάβλυσμα, σημάδια λευκά και
από ουσία κατάπληκτα. Ύστερα εξαφανίζεται.
Αθωότητα μισοϊδωμένη, που τραγουδάς
στου γεφυριού το παραπέτο, όταν εγώ είμαι το ποτάμι που κυλάει κάτω από τον
ίσκιο σου: τί καρπούς τσιμπολογάς εκεί πάνω; σε τί κλαδιά και σε ποιανού να
τραγουδάς δεντριού την κορυφή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου