Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ


Τὸ μετάφρασμα ἀφιερώνεται στὴ μνήμη του πατέρα μου,
Δημήτρη Κεντρωτή,
τρία ἔτη ἀπὸ τὴν ἐκδημία του.

CHARLES BAUDELAIRE


ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ

Πασίχαρη ἡ καρδιά μου σὰν πουλὶ φτερούγιζε, πετοῦσε,
κι ἐλεύθερη στὰ ξάρτια ἀνάμεσα πλανάριζε, αἰωρεῖτο·
τὸ πλοῖο ἐκύλαε κάτω ἀπ᾽ τὰ παναίθρια οὐράνια, καὶ ἐκινεῖτο
σὰν ἄγγελος ποὺ μὲ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου τὸ χρυσὸ μεθοῦσε.

Ποιό νά ᾽ν᾽ ἐκεῖνο τὸ θλιβὸ νησὶ τὸ μαῦρο; — Τὸ Τσιρίγο…
τὰ Κύθηρα, μᾶς εἶπαν· γῆ μὲ φήμη, γῆ τραγουδισμένη.
Ἄλλο Ἐλδοράδο πιὸ μπανὰλ γιὰ τοὺς νεάζοντες δὲν μένει.
Μά, ἂν δεῖτε, ἡ γῆς αὐτὴ εἶναι πάμπτωχη· τὸ χῶμα, πού ᾽χει, λίγο.

— Νησὶ ἐσύ, ὤ, τῶν τερπνῶν γιορτῶν καὶ τῆς καρδιᾶς τῶν μυστικῶν, ἡ
ἀρχαία θεὰ Ἀφροδίτη ἰσκιώνει ἐδῶ τὸ ὑπέροχό της φάσμα,
στὶς θάλασσες σὰν ἄρωμα ἀρμενίζει, σὰν αἰθέριο πλάσμα,
καὶ μ᾽ ἔρωτα καὶ λάγνος ἄφταστο τοὺς στοχασμοὺς φορτώνει.

Νησὶ τῆς πράσινης μυρτιᾶς μὲ μύρια τ᾽ ἄνθη μυρωμένα,
ὡραῖο καὶ ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη σεβαστό, ἔκπαλαι δὲ καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων,
οἱ ψίθυροι, οἱ ἀναστεναγμοί, ἀπ᾽ τὰ στόματα ἕως τῶν ἐγκάτων
τὰ βάθη, θυμιάματος εἶναι κῆποι μὲ ρόδα ἀνοιγμένα

ἢ καὶ σὰν τὸ ρουκουλητὸ τῆς φάσσας, βογγερό, ἐναγώνιο!
— Τὰ Κύθηρα δὲν ἦσαν τίποτα: ἦσαν κάτι χέρσα ἐδάφη·
βραχώδης ἐρημιά. Κρωγμοὶ στριγκοὶ σὲ κόβαν σὰν ξυράφι.
Μὰ ἐγὼ σὰν νά ᾽βλεπα ἕνα πράγμα ἀλλόκοτο, μοναδικό, αἰώνιο.

Ναός, ναί, δὲν ἦταν στὸν ἰσκιότοπο κάποιου ἄλσους· ναί, δὲν ἤτα-
νε, ὄχι, ὅπου ἡ νεαρὰ ἱέρεια, ἡ φιλανθής, μὲ τ᾽ ἄνθη ἐρωτευμένη,
θὰ πήγαινε κρυφά, μὲ σῶμα φλογισμένο, ξαναμμένη,
στὶς αὖρες ν᾽ ἀφεθεῖ τὶς πλάνες μὲ μισάνοιχτην ἐσθήτα.

Μὰ νά! τὴν νῆσο παραπλέοντας, σὰν νά ᾽χαμε κολλήσει
φαινόταν στὸ γιαλό· τρομάζαν τὰ πουλιὰ μὲ τὰ πανιά μας
τὰ ὁλόλευκα· καὶ μιὰν ἀγχόνη ἀπ᾽ τὰ κλαδιὰ εἴδαμε μπροστά μας
νὰ κρέμεται καὶ νά ᾽ναι ὁλόμαυρη σὰν νά ᾽ταν κυπαρίσσι.

Ἁρπαχτικὰ ὄρνια στὸ ταΐνι τους, στοῦ δέντρου τους τὰ φύλλα,
μὲ λύσσα ξέσκιζαν τ᾽ ἀπομεινάρια κάποιου κρεμασμένου —
μαχαίρι τὰ χτυπήματα τοῦ ράμφους τους τοῦ σιχαμένου
αἷμα ἔκαναν νὰ βγεῖ ἀπ᾽ τοῦ κουφαριοῦ τὴ σκέλεθρη σαπίλα.

Τὰ μάτια του δυὸ μαῦρες τρύπες· ἡ κοιλιὰ σκαμμένη, κι εἶχε χύσει
τὸ βάρος ὅλο ἀπ᾽ τ᾽ ἄντερά του πάνω στ᾽ ἀδρανῆ μεριά του·
κι οἱ φτερωτοί του οἱ δήμιοι, σὰν βδελύγματα, ἀπ᾽ τὴ μπρὸς μεριά του
μὲ τῶν ραμφῶν τους τὶς μυτιὲς τὸν εἶχαν κιόλας εὐνουχίσει.

Κάτω ἀπ᾽ τὰ πόδια του μι᾽ ἀγέλη ἀπὸ τετράποδους δραγάτες
μ᾽ ἀνορθωμένα τὰ μουσούδια ἐκεῖ γυρόφερνε, ἀρουλιόταν·
κι ἀνάμεσά τους ἕνα κτῆνος μεγαλύτερο κουνιόταν
σὰ μπόγιας, μὲ λεφούσι ἀπὸ ἀγιουτάντες κι ἀπὸ παραστάτες.

Κυθήριε… Τσιριγώτη… γιὲ ἱλαροῦ οὐρανοῦ, πῶς σὲ σκυλεύουν!
Ἀμίλητος ὑπόμεινες τὶς προσβολές, τὶς ταπεινώσεις,
γιὰ τὶς λατρεῖες σου τὶς ἄτιμες λογαριασμὸ νὰ δώσεις
καὶ γι᾽ ἁμαρτίες, ποὺ τὸν ἐνταφιασμό σου ἀπαγορεύουν.

Τὰ πάθη σου, γελοῖε κρεμασμένε, ἄχ, εἶναι καὶ δικά μου!
Αἰστάνθηκα, παρατηρώντας τὰ αἰωρούμενά σου μέλη,
ἕνας νὰ μοῦ ἀνεβαίνει ἔμετος στὸ στόμα καὶ νὰ θέλει
νὰ βγεῖ ἔξω σὰν ποτάμι μ᾽ ὅλα τὰ παλιὰ τὰ βάσανά μου·

σ᾽ ἐσὲ τὴν ὄψη, φουκαρά, ποὺ ὡραῖο πράγμα μοῦ θυμίζει,
ἄχ, ἔνιωσα νὰ μπήγονται τὰ ράμφη ὅλα, ἔνιωσα τὶς γνάθους
τῶν αἱμοβόρων αἴλουρων καὶ τῶν κοράκων μετὰ πάθους
νὰ μοῦ μασοῦν τὶς σάρκες, κι ἡ ὄρεξή τους νὰ μὲ ξελιανίζει.

— Καθάριος ἄναβ᾽ ὁ οὐρανὸς· ἡ θάλασσά μας λάδι, κρύα.
Γιὰ μένα ὡστόσο γύρω μου ὅλα γύριζαν βαμμένα μ᾽ αἷμα,
ἀλίμονό μου! Καὶ σὰν μέσα σὲ χοντρὸ σουδάρι δέμα
εἶχε δεθεῖ ἡ καρδιά μου, ζώντας τούτη τὴν ἀλληγορία.

Τὸ μόνο πού ᾽βρα νά ᾽ν᾽ ὄρθιο στὸ νησί, Κυθέρεια, καὶ πλαντάζω
συμβολικὴ ἦταν μιὰ κρεμάλα, κι εἶχε τὴ δικιά μου εἰκόνα…
— Ἄχ, Κύριε καὶ Θεέ, δῶσ᾽ μου θάρρος, δύναμη: καὶ τοῦτα μόνα
θ᾽ ἀρκοῦν, καρδιὰ νὰ σκέφτομαι καὶ σῶμα δίχως ν᾽ ἀηδιάζω.


Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


1 σχόλιο: