Τρίτη 1 Ιουλίου 2008
ΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΙΝ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ ΤΗΣ ΩΡΑΣ
ANDRÉ BRETON
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΝΟΙΞΕΤΕ
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθήσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Εις ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες
Κορώνες που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος.
Από το βιβλίο: «Ανθολογία της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ποιήσεως», Εκλογή και επιμέλεια Κλέωνος Β. Παράσχου, Πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία 1999, σελ. 171-172.
Ετικέτες
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ,
BRETON (ANDRÉ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου