Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ


ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΛΙΓΟ ΠΕΠΟΝΙ


Σε ρώτησα τι θέλεις να σου στείλω
κι είπες: «Τίποτα… Ή, αχ ναι, λίγο πεπόνι.»
Την ώρα που σε θέριζαν οι πόνοι,
θυμόσουν το μικρό δαρμένο σκύλο;

Ας μ’ αφήνανε (λίγο!...) να εξοκείλω
(χωρίς να με απειλούν βιασμοί και φόνοι)
πάνω στη χλόη – που με παραμορφώνει
σαν το είδωλό μου σε κάτοπτρο κοίλο.

Πώς ήταν όλα κάποτε μαγεία!
τρεχαντήρια, λαμπτήρες βολφραμίου,
κι οι ανθρώποι, κάτου στον Αερολιμένα,

που, αντίς για πρόσωπα, είχαν εκμαγεία
πριν πέντε δεκαετίες ξεσηκωμένα
από ήρωες του Πρώτου Παγκοσμίου.



Από το βιβλίο: Νίκος Παπαδόπουλος, In modo misto genuino (Ποιήματα 1964-2005), ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 38.


**********


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ


NOSFERATU


Σ’ ένα μοναδικό στίχο με στόχαση να κρύβεσαι

Κι αυτός ο στίχος πόλη με τα κάστρα της
Χρειάζεται την ιστορία για να τραφεί
Και για να μαραθεί το φως των υπαλλήλων


Λέω θα πρέπει ν’ αλλοιώνεται φριχτά το πρόσωπό μου
Όταν αρχίζει να χαράζει όγκους περιγράμματα
Στο διάβα της ψυχής από τα τελευταία σπίτια
Ο σπλαχνικός καντηλανάφτης της υποταγής
Στη ρίζα του βουνού σύθαμπο ακόμα
Οι μισητές δυνάμεις στρατωνίζονται στο σώμα μου
Ενώ ένα χέρι αόρατο περνάει μεθοδικά
Και σβήνει τα χαρακτηριστικά μου σα σε μαυροπίνακα
Το βλέμμα κιόλας νεκρωμένο αιμοδοτείται
Στη θέση τής δικιάς μου η έρημη
Ψυχή των βρικολάκων

Μια θρυαλλίδα πάει κι έρχεται στον κόρφο μου όπως γέρνω
Και παρατάω ανάλαφρα να πέσει το κυβέρτι
Μα δεν ξυπάζεται σαν άλλοτε το μέσα ψυχομέτρι
Στις πλάτες νιώθω φιλικά να με χτυπούν
Παλάμες διδαγμένες τάξη από ληστές.



Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, Μητρόπολη, Ανάτυπο από τα «Τετράμηνα» (τεύχος 39-40, Άμφισσα 1989, σελ. 2590-2591 / 9.


**********


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟΣ ΤΣΑΜΙΚΟΣ ΣΤΗ ΝΑΠΟΛΗ


Εδώ τις κράζουν bambole, muñecas στη Σεβίλλη
τις κορασιές τις πάμπολλες με τα φρουτώδη χείλη
που σου ρουφάν απ’ το μυαλό τα λογικά ως τον πάτο
και δε σε σκιάζουν πόλεμοι και ταραχές αρμάτω
(Γειά σου, Μήτσο Αρμάε, με τα κλαρίνα σου!)

Βαράτε, κλαριντζήδες μου, στην Πιάτσα του Σαν Κάρλο
-la vita è breve e l’arte longa (io vedo, io pago, io parlo!-
κι οι κούκλες οι μελαχροινές φλαμένγκο ή ταραντέλλα
χορεύουνε για πάρτη μου φορώντας φουστανέλλα.
(Γειά σου, μωρ’ Παγκοσμιοποίηση, κουκλάρα μου!)

Ναπολιτάνες παν πολλές, το κλέος της γυναίκας,
και σεβιγιάννες έρχονται, las únicas muñecas
- από παντού φισκάρει ο τόπος και ασφυκτιούν οι χώροι·
μου ρίχνουν κι έναν τσάμικο σαν να’ν’ απ’ το Βραχώρι.
(Γειά μου κι εμένα, του τσαχπίνη, που τα γράφω σας!)


Νάπολη, 9.4.2005


Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω,Αθήνα 2006, σελ. 74-75.

8 σχόλια:

  1. Τι ωραία εσωτερική ρίμα, μπάμπολες και πάμπολλες! Καλά χριστούγεννα, μαέστρο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ νίκος σαραντάκος: ο "μαέστρος" αντεύχεται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @ κική: Υποθέτω δια του τρία η -καλοπροαίρετη- υπόκλιση. Χρόνια πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Φιλος σου (και fortunatissimo per verita γι αυτό) αλλά και θαυμαστης, οπως αρμοζει από ενα τεκνο της Μεσογείου σ ενα άλλο που τόσο ομορφα την ενωσε σε ενα Πάντα έτσι, πάντα γερός, πάντα εμπνευσμένος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Λάμπρος Τσουκνίδας24 Δεκεμβρίου 2007 στις 10:14 μ.μ.

    Caro maestro, i miei migliori auguri για μια ζωή που να μην είναι του γκιαούρη αλλά πάντα Μεσόγειου ποιητή, δημιουργικού και ωραίου δανδή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @ Λάμπρος Τσουκνίδας: Αντεύχομαι και σ' εσένα Λάμπρο πού είσαι ο "miglior fabbro" (Purgatorio XXVI, 117)!

    ΑπάντησηΔιαγραφή