ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ: ΤΟΥ ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ·
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΙΣΑ-ΜΙΣΑ: ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ.
Ο ΨΑΡΑΣ
Στον Χρήστο Βάθη
Στον ίσκιο του ήλιου που γέρνει
ψαράς υπνάκο πέφτει παίρνει·
μι’ αξίνα τη φάτσα του σκάβει,
χαμόγελα χίλια ξεθάβει.
Ληστής τρεχαλά στ’ ακρογιάλι
– δυό μάτια φίλου σαν αγκάλη,
δυό μάτια τόσα από τον τρόμο
μηνάν τον που ’χε κάμει δρόμο.
Ψαρά μου, θέλω –είπε– ψωμάκι,
με κυνηγάν χωροφυλάκοι!
Κρασάκι δώσε μου, ψαρά μου,
Διψώ, πεινώ, αχ συμφορά μου!
Στο φως ανοίγει βλέμμα ο γέρος,
προς του ληστή κοιτάει το μέρος·
κόβει ψωμί, κρασί κερνάει
το ληστή που διψάει-πεινάει.
Ψαράς-ληστής τακίμια-φίλοι
χωρίσαν· κούνησαν μαντήλι.
Τον ήλιο είχε ο ληστής μπροστά του,
και του ψαρά πολλά χρωστά του.
Ναι, του ψαρά πολλά χρωστά του,
που δεν θα βρούνε τα οστά του
οι κυνηγοί που τον ζητάνε
των νόμων σφάγιο να τον φάνε.
Καβάλλα φτάνουνε οι μπασκίνες
με κάννες γυαλισμένες, φίνες·
ρωτάν το γέρο αν πήρε μάτι
ληστή, του νόμου παραβάτη.
Στου ήλιου, όμως, τον ίσκιο έχει πιάσει
ο γέρος θέση να ξεσκάσει·
μι’ αξίνα τη φάτσα του σκάβει
χαμόγελα χίλια ξεθάβει
– μι’ αξίνα τη φάτσα του σκάβει
χαμόγελα χίλια ξεθάβει.
Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 47-48.
************************
Το πρωτότυπο:
FABRIZIO DE ANDRÈ
IL PESCATORE
All'ombra dell'ultimo sole
s'era assopito un pescatore
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso.
Venne alla spiaggia un assassino
due occhi grandi da bambino
due occhi enormi di paura
eran gli specchi di un'avventura.
E chiese al vecchio dammi il pane
ho poco tempo e troppa fame
e chiese al vecchio dammi il vino
ho sete e sono un assassino.
Gli occhi dischiuse il vecchio al giorno
non si guardò neppure intorno
ma versò il vino e spezzò il pane
per chi diceva ho sete e ho fame.
E fu il calore di un momento
poi via di nuovo verso il vento
davanti agli occhi ancora il sole
dietro alle spalle un pescatore.
Dietro alle spalle un pescatore
e la memoria è già dolore
è già il rimpianto di un aprile
giocato all'ombra di un cortile.
Vennero in sella due gendarmi
vennero in sella con le armi
chiesero al vecchio se lì vicino
fosse passato un assassino.
Ma all'ombra dell'ultimo sole
s'era assopito il pescatore
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso.
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007
ΚΑΙ ΨΑΡΑΣ ΚΑΙ PESCATORE
Ετικέτες
ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΙΤΑΛΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ,
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ,
DE ANDRÈ (FABRIZIO)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αγαπητέ κ. Κεντρωτή
ΑπάντησηΔιαγραφήπαρακολουθώ χρόνια τη μεταφραστική σας δουλειά και δεν το κρύβω πως σας θαυμάζω. Παίρνω το θάρρος να σας στείλω και μια δική μου μετάφραση στον Πεσκατόρε που ξέθαψα από το αρχείο μου. Δεν φτάνει βέβαια την ακρίβεια της δικής σας, αλλά νομίζω πως διατηρεί έναν ρυθμό τραγουδιστικό και είναι και απλό, ώστε ο αναγνώστης να κατανοεί και όχι να μαντεύει την πρόθεση του ποιητή στο αρχικό κείμενο. Έχω και μια παρατήρηση, αν μου επιτρέπετε. Μπασκίνες έχουμε μάθει να λέμε τους τροχονόμους με μοτοσυκλέτα, αλλά οι εν λόγω του ποιήματος πάνω στη σέλλα νομίζω πως ήταν έφιπποι. Μου αρέσει πάντως το μπλόγκ σας και θα σας επισκέπτομαι πιο συχνά
Στον ίσκιο του ήλιου πριν πέσει
γέρος ψαράς "την είχε πέσει"
και στο σκασμένο πρόσωπό του
χάραζε το χαμόγελό του
Φτάνει από πέρα τρεχάλα
αθώα μάτια και μεγάλα
μάτια τεράστια από τον φόβο
μάλλον ληστής θα ναι, τον κόβω
Κι από τον γέρο ψωμί ζητάει
βιάζεται λέει και πώς πεινάει
κι έχει μια δίψα, κρασί ζητάει
κι η αστυνομία τον κυνηγάει
ο γέρος βλέφαρο χαράζει
κι ούτε που βλέπει ποιος φωνάζει
ψωμί κρασί όμως κερνάει
σ' αυτόν που άκουσε να ζητάει
Κι αφού είπαν "φίλοι" και "αδερφέ μου"
τον δρόμο πήρε του ανέμου
κι αν βλέπει ακόμα τον ήλιο
στον ψαρά το χρωστά τον φίλο
Στον ψαρά τον χρωστά τον φίλο
που θα τον φάνε σαν το σκύλο
και θα θυμάται που ήταν φίλοι
μέσα στη θλίψη του Απρίλη
καβάλα ήρθαν δυο του νόμου
κι είχαν τα όπλα τους επ' ώμου
κι ένας τον γέρο τον ρωτάει
ληστή αν είδε να περνάει
Μα στον ίσκιο του ήλιου, πριν πέσει
ο γέρος πάλι "την είχε πέσει"
και στο σκαμμένο πρόσωπό του
χάραζε το χαμόγελό του
@ κική γιολδάση: Αγαπητή φίλη, σας ευχαριστώ για το ποστάρισμα. Εννοείται ότι συμφωνούμε ως προς το ότι οι στίχοι του μεταφράσματος πρέπει να πατάνε πάνω στα μέτρα και τις συλλαβές του τραγουδιού, ακριβώς γιατί μεταφράζουμε τραγούδι. "Μπασκίνες" -απ΄ό,τι ξέρω- είναι οι χωροφύλακες που ρωτάγανε τον κόσμο "μπας κι είν' εδώ... μπας κι είν' εκεί" αυτός που κυνηγούσαν. Ακόμα όμως και οι "ζητάδες" νά 'ναι, πάλι "εφιπποι" είναι (πάνω σε σιδερένιο μηχανοκίνητο άλογο). Να μας επισκέπτεσθε και αφήνετε τα ίχνη σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε Μπλογκάρχα, ελπίζω αυτήν τη φορά να πρόκειται για κάποιαν Κική με υπόσταση, και όχι για φάρσα του αδίστακτου παραχαράκτη Μένανδρου!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ callimachus: Νομίζω -δεν παίρνω και όρκο- ότι είναι υπαρκτό πρόσωπο με αυτό το ονοματεπώνυμο. Έχει όμως καμμιά σημασία αυτό;...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα καταθέσω και εγώ την δική μου εκδοχή
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ήλιος έγερνε στο δείλι
μιά χαρακιά μακριά στα χείλη
σαν μαχαιριά είχε ένας γέρος
που ψάρευε σ’ αυτό το μέρος
Ο δολοφόνος, ο δραπέτης
μάτια μεγάλα σαν ικέτης
έρχεται από την παραλία
γεμάτος φόβο κι’ αγωνία
Λέει στον γέρο τον ψαρά
" Πεινώ, διψώ, βρε φουκαρά
δεν έχω φράγκα κι’ είμαι μόνος
κυνηγημένος δολοφόνος
Μισάνοιχτα μάτια τη μέρα
ούτε που έβλεπε πιο πέρα
μα πάντα έδινε φαΐ
σε όποιον ζητούσε και κρασί
Εφαγε, ήπιε στο λεπτό
και χάθηκε στο άνεμο
τον ήλιο έβλεπε μπροστά
πίσω απ’ την πλάτη του ψαρά
Πίσω απ΄ την πλάτη του ψαρά
κι΄ η θύμηση να τον πονά
σαν το κρυφτούλι του απρίλη
πούπαιζε στην αυλή το δείλι
Μα να που φτάνουν σε λιγάκι
καβάλα δυό χωροφυλάκοι
και τον ρωτάνε εκεί κοντά
μην είδε τάχα τον φονιά
Σαν ναρκωμένος μοιάζει ο γέρος
που ψάρευε σ’ αυτό το μέρος
και μια σχισμή στο πρόσωπό του
θυμίζει το χαμόγελό του
και μια σχισμή στο πρόσωπό του
το αιώνιο χαμόγελό του