Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ



W.B. YEATS


SAILING TO BYZANTIUM


I.


That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees   
—Those dying generations— at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long   
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect. 
  

II.

An aged man is but a paltry thing,
A tattered coat upon a stick, unless   
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,   
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come   
To the holy city of Byzantium.


III.

O sages standing in God's holy fire
As in the gold mosaic of a wall,   
Come from the holy fire, perne in a gyre,
And be the singing-masters of my soul.   
Consume my heart away; sick with desire
And fastened to a dying animal   
It knows not what it is; and gather me
Into the artifice of eternity.  


IV.

Once out of nature I shall nevertake
My bodily form from any natural thing,   
But such a form as Grecian goldsmiths make
Of hammered gold and gold enamelling   
To keep a drowsy Emperor awake;
Or set upon a golden bough to sing   
To lords and ladies of Byzantium
Of what is past, or passing, or to come.



********

ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΚΑΝΑ ΠΑΝΙΑ


Ι.


Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός.
Οι νέοι πλέκουν έρωτες, στα δέντρα τα πουλιά   
—αυτές οι θνήσκουσες γενιές— ψάλλουν διαρκώς,
ποτάμια οι σολομοί, θάλασσες τα σκουμπριά,
του θαλερού καλοκαιριού υμνεί ο σκοπός   
κάθε μια γέννα, κάθε θάνατο ή σπορά.
Μες στων αισθήσεων το χορό όλοι αγνοούν   
τα έργα του πνεύματος, που δεν γερνούν.


II.

Ο γέρος είναι πράγμα ουτιδανό, ελαφρύ,
ένα κουρέλι στο μπαστούνι που κρατά,   
εξόν και ακόμη δυνατά μπορεί η ψυχή
να τραγουδά μες στη θνητή της φορεσιά·   
κι άλλη δεν βρίσκεται του τραγουδιού σχολή
παρά στης ίδιας της ψυχής τα ωσαννά.
Γι' αυτόν το λόγο έκανα πανιά κι εγώ   
στο ιερό Βυζάντιο για να 'ρθώ.


III.

Ω εσείς σοφοί, καταμεσής στη θεία πυρά
σάμπως πετράδι σε χρυσό ψηφιδωτό,   
βγείτε απ' τη θεία την πυρά, στήστε χορό,
και στην ψυχή μου μάθετε να τραγουδά.   
Σβήστε μου την καρδιά· άρρωστη απ' τον καημό
του πόθου, αιχμάλωτη στης σάρκας τη φθορά,
τον εαυτό της πια δεν ξέρει· πάρτε με εσείς   
μέσα στην τέχνη της αιώνιας αστραπής.


IV.

Από τη φύση αν βγω, ποτέ ξανά κορμί
δεν θα γυρέψω εγώ από πράγμα φυσικό,   
μα τη μορφή που οι χρυσικοί οι Γραικοί
φτιάχνουν με σμάλτο και σφυρήλατο χρυσό,   
του βασιλιά τη νύστα για να διώχνει αυτή·
ή που κρεμούν σ' έναν χρυσόκλωνο κορμό
στου Βυζαντίου για να ψάλλει την Αυλή   
αυτό που έφυγε, ή που φεύγει, ή που θα 'ρθεί.


Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.

3 σχόλια: