JORGE LUIS BORGES
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ
συμπλήρωσε τὰ ἑβδομήντα του, ὅπως μᾶς λέει καὶ μᾶς μαθαίνει ὁ Δαβίδ, λίγα
πράγματα μποροῦμε πιὰ νὰ περιμένουμε, πέρ᾽ ἀπ᾽ τὸ νὰ συνεχίζει νὰ κάνει τὰ
συνηθισμένα του κόλπα: τεχνάσματα μὲ τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη έλαφρὰ παραλλαγὴ ἢ μὲ
βαρετὲς ἐπαναλήψεις. Γιὰ ν᾽ ἀποφύγω ἢ καὶ ἴσως γιὰ νὰ μετριάσω τούτη τὴ
μονοτονία, ἐπέλεξα —μὲ διάθεση φιλοξενίας μᾶλλον ἀστόχαστη— νὰ ὑποδεχτῶ καὶ νὰ
καλωσορίσω τὰ ποικίλης φύσεως θέματα ποὺ μοῦ προσφέρθηκαν στὴ συγγραφική μου
καθημερινότητα. Κι ἔτσι ἡ παραβολὴ διαδέχεται τὴν ἐκμυστήρευση, καὶ ὁ ἐλεύθερος
ἢ ἀνομοιοκατάληκτος στίχος ἕπεται τοῦ σονέτου. Ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῶν χρόνων, τῶν
τόσο πειθήνιων στὶς ἀόριστες εἰκασίες καὶ στὶς τελεσίδικες κοσμογονίες, δὲν θὰ
πρέπει νὰ ὑφίσταντο διακρίσεις μεταξὺ ποιητικοῦ καὶ πεζοῦ λόγου. Τὰ πάντα θὰ πρἐπει
νὰ ἦσαν κάπως λίγο μαγικά. Ὁ Θὼρ δὲν ἦταν ὁ θεὸς τῶν κεραυνῶν· ἦταν ὁ κεραυνὸς
καὶ ἦταν καὶ ὁ θεός.
Γιὰ
τὸν πραγματικὸ ποιητὴ ἡ κάθε στιγμὴ τοῦ βίου, τὸ κάθε γεγονός, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι
ὁπωσδήποτε ποιητικό, ἀφοῦ ἤδη κατὰ βάθος αὐτὸ εἶναι. Καὶ ἐξ ὅσων γνωρίζω οὐδεὶς
ἔχει προσεγγίσει μέχρι σήμερα τοῦτο τὸν ὑψηλὸ βαθμὸ ἐπαγρυπνήσεως. Ὁ
Μπράουνινγκ καὶ ὁ Μπλέικ ἔφτασαν πιὸ κοντά του σὲ σύγκριση μὲ κάποιους ἄλλους· ὁ
Οὐίτμαν, ἂν καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν στόχο κινήθηκε, δὲν κατάφερε παρὰ μόνον τοῦτο: οἱ
σκόπιμες ἀπαριθμήσεις του νὰ μὴν καταλήγουν ποτὲ νὰ ξεπεράσουν τὶς ἀδιάφορες
καταλογογραφήσεις.
Εἶμαι
δύσπιστος ἀπέναντι στὶς λογοτεχνικὲς σχολές, τὶς ὁποῖες μάλιστα τὶς κρίνω ὡς ἀπομιμήσεις
ἢ προσομοιώσεις μὲ διδακτικὴ στόχευση, προκειμένου νὰ ἁπλοποιηθεῖ αὐτὸ ποὺ
διδάσκουν· ἄν, ὅμως, μὲ ὑποχρέωναν νὰ δηλώσω ἀπὸ ποῦ κατάγονται οἱ στίχοι μου,
θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ καταγωγή τους βγαίνει ἀπὸ τὸν μοντερνισμό, ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐλευθερία
ποὺ ἀνανέωσε πλῆθος μέγα λογοτεχνιῶν, κοινὸ ὄργανο τῶν ὁποίων εἶναι τὸ παρ᾽ ἡμῖν
ὁμιλούμενο castellano, τὸ ἰδίωμα
δηλαδὴ τῆς Καστίλλης ποὺ ἔχει γίνει συνώνυμο τῶν Ἰσπανικῶν, καὶ ποὺ ἔφτασε ἀσφαλῶς
ἴσαμε καὶ τὴν Ἰσπανία. Συζήτησα περισσότερες ἀπὸ μία φορὰ μὲ τὸν Λεοπόλδο
Λουγόνες, ἄνθρωπο μοναχικὸ καὶ ὑπερήφανο, ὁ ὁποῖος μάλιστα συνήθιζε νὰ ἐκτρέπει
τὴ ροὴ τῆς συζήτησης γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ «τὸν φίλο μου καὶ δάσκαλό μου Ρουβὲν
Δαρίο». (Πιστεύω, κατὰ τὰ λοιπά, ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἐξαίρουμε τὶς ὑπαρκτὲς
συγγένειες τῆς γλώσσας μας, ὄχι τὶς ἀπαντώμενες κατὰ τόπους διαφορές της).
Ὁ ἀναγνώστης
μου θὰ παρατηρήσει ὅτι σὲ κάποιες σελίδες δείχνω νὰ μεριμνῶ γιὰ τὴ φιλοσοφία. Ἀπὸ
παιδὶ τὸ εἶχα αὐτό,... ἀπὸ τότε ποὺ μοῦ ἀποκάλυψε ὁ πατέρας μου μὲ τὴ βοήθεια τῆς
σκακιέρας (καὶ ἦταν, θυμᾶμαι, ἀπὸ ξύλο κέδρου) τὸν ἀγώνα δρόμου ἀνάμεσα στὸν Ἀχιλλέα
καὶ στὴ χελώνα.
Ὅσο
τώρα γιὰ τὸ ποιές ἐπιδράσεις ἔχω δεχτεῖ καὶ θὰ φανερωθοῦν σὲ αὐτὴ τὴ συλλογή...
Κατ’ ἀρχὰς εἶναι ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς ποὺ προτιμῶ — ἔχω ἤδη κατονομάσει τὸν
Ρόμπερτ Μπράουνινγκ· ἔπειτα εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχω διαβάσει καὶ τοὺς ἐπαναλαμβάνω·
μετὰ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ποτέ μου δὲν διάβασα, καὶ παρὰ ταῦτα τοὺς κουβαλάω
μέσα μου. Γλώσσα ἴσον παράδοση, ἴσον τρόπος νὰ νιώθεις τὴν πραγματικότητα — δὲν
εἶναι, ὄχι, αὐθαίρετο εὑρετήριο συμβόλων.
Χ. Λ. ΜΠ.
Μπουένος Ἄιρες,
1972

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου