PABLO
NERUDA
ΩΔΗ Σ’ ΕΝΑ ΡΟΛΟΪ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Τη νύχτα, το ρολόι μου
σαν πυγολαμπίδα στο χέρι σου
έλαμψε.
Άκουσα το κούρδισμά του: σαν ψίθυρος
έβγαινε ξερός απ’ το αόρατο χέρι σου.
Το χέρι σου εγύρισε
έπειτα στο σκοτεινό μου
στήθος
να μαζέψει το όνειρό μου και τον χτύπο
του.
Το ρολόι
συνέχισε
να κόβει τον χρόνο
με το μικρό
πριονάκι του.
Όπως στο δάσος
πέφτουν
πελεκούδια,
στάλες
μικροσκοπικές,
κομμάτια κλαδιών
ή και φωλιές ακόμα,
χωρίς ν’ αλλάζει η σιωπή,
χωρίς να τελειώνει
το δροσερό σκοτάδι,
έτσι
συνέχισε και το ρολόι να κόβει χρόνο
απ’ το αόρατο χέρι σου,
χρόνο, χρόνο,
και λεπτές έπεφταν σαν νά ’ταν φύλλα
οι ίνες του σκισμένου χρόνου,
κάτι μικρά μαύρα φτερά.
Καθώς
μυρίζαμε στο δάσος ρίζες,
άφηνε το νερό, κάπου εκεί,
να πέφτουνε σταγόνες
χοντρές και βαριές σαν βρεγμένο σταφύλι.
Ένας μικρός μύλος
άλεθε νύχτα,
ίσκιοι αντάλλασσαν ψιθύρους
πέφτοντας από το χέρι σου
και γέμιζαν τη γη.
Σκόνη,
χώμα, αποστάσεις
άλεθε και άλεθε
το ρολόι μου μέσα στη νύχτα,
μέσ’ απ’ το δικό σου το χέρι.
Έβαλα
το μπράτσιο μου
κάτω απ’ τον λαιμό σου τον αόρατο,
κάτω απ’ το ζεστό σου βάρος,
και
στο χέρι μου εμένα μέσα
έπεφταν με τη σειρά τους
ο χρόνος,
η νύχτα,
μικροί θόρυβοι, από ξύλο
και δάσος,
από διαιρεμένη νύχτα,
από θραύσματα σκιάς,
από νερό που πέφτει,
όλο πέφτει.
Ύστερα έπεσε ο ύπνος
από το ρολόι
και από τα δύο σου χέρια
που κοιμόντουσαν,
έπεσε σαν σκοτεινό νερό
από δρυμούς φερμένο,
απ’ το ρολόι
στο κορμί σου,
από εσένα
στις χώρες,
ένα σκοτεινό νερό,
χρόνος που πέφτει
και κυλάει εντός μας.
Και έτσι
εκείνη η νύχτα έγινε
σκιά και διάστημα,
γη και χρόνος, κάτι
που κυλάει και πέφτει
και περνάει και φεύγει. Και έτσι όλες οι
νύχτες
περιπλανιούνται στη γη,
χωρίς όμως ν’ αφήνουνε τίποτα
παρά μόνο μιαν αχνή
κατάμαυρη οσμή –
πέφτει ένα φύλλο,
μια σταγόνα
στο χώμα,
μουρμουρίζει τον ήχο της,
το δάσος κοιμάται,
κοιμούνται τα νερά,
τα λιβάδια,
οι καμπάνες,
τα μάτια.
Σ’ ακούω – ανασαίνεις.
Άγάπη μου,
ας κοιμηθούμε τώρα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου