MAX JACOB
Ο ΦΑΝΤΟΜΑΣ
Πάνω στὸ λουστραρισμένο ἀσημένιο ρόπτρο τῆς πόρτας, βρομισμένο ἀπ᾽ τὸν καιρό, μὲ καθισμένη ἐπάνω του τὴ σκόνη τοῦ χρόνου νὰ τὸ τρώει, ἦταν κάτι σὰν χαραγμένος Βούδας μὲ τὸ μέτωπό του ὑπερβολικὰ ψηλά, μὲ ἀφτιὰ κρεμαστὰ καὶ μὲ κοψιὰ καὶ βηματισμὸ ναυτικοῦ ἢ γορίλα: ἦταν ὁ Φαντομάς. Ἐτράβαγε δύο σκοινιὰ γιὰ ν᾽ ἀνεβάσει ἐκεῖ πάνω μακάρι νά ᾽ξερα κι ἐγὼ τί. Παραπατάει τότε, γλιστράει τὸ πόδι του, ἡ ζωή του κρέμεται σ᾽ ἕνα σκοινί· πρέπει νὰ προσέξει τὸ μῆλο τοῦ προσκλητηρίου, τὸ μῆλο τὸ καουτσουκένιο ἐννοῶ, προτοῦ τοῦ ἀνοίξει ὁ ἀρουραῖος τρύπες, ἀλλὰ καὶ στὴ μηλιὰ καὶ στὴ μιλιά του. Ἔχουμε λοιπὸν καὶ λέμε ὅτι ὅλα τοῦτα δὲν εἶναι τίποτ᾽ ἄλλο εἰμὴ χρῆμα κομμένο γιὰ κάποιο ρόπτρο.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου