PABLO NERUDA
ΤΟ ΣΕΞ
Τῆς ἀμφιλύκης ἡ πύλη,
καλοκαίρι.
Τὰ τελευταῖα κάρα
τῶν Ἰνδιάνων,
φῶς ἀβέβαιο
καὶ ὁ καπνὸς
τῆς καιόμενης ζούγκλας
ποὺ φτάνει ἴσαμ᾽ έδῶ ποὺ βγάζει ὁ δρόμος
μὲ τὰ κόκκινά του ἀρώματα,
τὴ στάχτη
ἀπὸ τὴ μακρινὴ φωτιά.
Ἐγώ, μουτρωμένος,
σοβαρός,
ἀπών,
μὲ κοντὰ παντελονάκια,
λεπτὰ πόδια,
γόνατα
καὶ μὲ μάτια ποὺ ψάχνουν
θησαυροὺς ἀπάντεχους,
τὴ Ροσίτα καὶ τὴ Χοσεφίνα
ἀπ᾽ τὴν ἄλλη μεριὰ
τοῦ δρόμου,
γεμάτες δόντια καὶ μάτια,
γεμάτες φῶς καὶ μὲ φωνὴ σὰν μικρὲς
κρυφὲς κιθάρες
ποὺ μὲ καλοῦν κοντά τους.
Ἐπέρασα
τὸν δρόμο, τὴ σύγχυση,
φοβισμένος,
καὶ μόλις
ποὺ τὶς εἶχα φτάσει,
ἄρχισαν νὰ μοῦ μιλοῦν ψιθυριστά,
μοῦ ᾽πιαναν τὰ χέρια,
μοῦ σκέπαζαν τὰ μάτια,
κι ἔτρεξαν μαζί μου
καὶ μὲ ὅλη μου τὴν ἀθωότητα
στὸν παλιὸ τὸν φοῦρνο.
Σιωπὴ τῶν μεγάλων πάγκων, αὐστηρὸ
σπίτι τοῦ ψωμιοῦ, άκατοίκητο,
κι ἐκεῖ αὐτὲς οἱ δυό τους
κι ἐγὼ αίχμάλωτός τους,
στὰ χέρια
πρῶτα τῆς Ροσίτας,
τῆς Χοσεφίνας ἔπειτα.
Νὰ μὲ γδύσουν
ἤθελαν,
κι ἐγὼ ἤθελα νὰ τοὺς τὸ σκάσω, ἔντρομος,
μὰ δὲν μποροῦσα
νὰ τρέξω,
δὲν μποροῦσαν
νὰ μὲ σηκώσουν
τὰ πόδια μου. Τότε
οἱ
γητεύτριες
ἔφεραν
μπροστὰ στὰ μάτια μου
ἕνα θαῦμα:
μιὰ μικροσκοπικὴ
φωλιὰ
κάποιου μικροῦ ἄγριου πουλιοῦ
μὲ πέντε ἄσπρα ἀβγά,
μὲ πέντε ἄσπρες σταφυλόρωγες,
ἕνα τοσοδὰ τσαμπάκι
ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ δάσους,
κι ἐγὼ ἅπλωσα
τὸ χέρι,
ἐνῶ αὐτὲς
μοῦ βγάλανε τὰ ροῦχα,
μὲ ἀγγίζανε,
μὲ τὰ μεγάλα τους μάτια ἐξέταζαν
τὸ πρῶτο τους ἀντράκι.
Βήματα βαριά, βήξιμο
(ὁ πατέρας μου ἐρχότανε
μὲ κάτι ξένους),
καὶ τρέξαμε
στὸ βάθος μέσα, στὸ σκοτάδι,
οἱ δύο πειρατίνες μου
κι ἐγώ, ὁ αἰχμάλωτός τους,
στοιβαγμένοι μετὰ
κάτω ἀπ᾽ τοὺς ἱστοὺς τῶν ἀραχνῶν, στριμωγμένοι
κάτω ἀπὸ ἕναν μεγάλο πάγκο, τρέμοντας,
ἐνῶ τὸ θαῦμα,
ἡ φωλιὰ
μὲ τὰ οὐράνια ἀβγουλάκια,
ἔπεσε κάτω — τὰ πόδια ὕστερα τῶν εἰσβολέων
τοὺς ἔσπασαν τὸ σχῆμα τους καὶ τὸ ἄρωμά τους.
Ὅμως, μὲ τὰ δύο κορίτσια
στὸ σκοτάδι,
μὲ τὸν φόβο μου ἀνακατεμένον
μὲ τὴ μυρωδιὰ τοῦ ἀλευριοῦ,
7τὰ φασματικὰ βήματα,
μὲ τὸ βράδυ ποὺ γινότανε νύχτα,
ἐγὼ ἔνιωσα τότε
μὲ τῶν μεγάλων κάτι
ν᾽ ἀλλάζει
στὸ αἷμα μου
καὶ ν᾽ ἀνεβαίνει στὸ στόμα μου,
στὰ χέρια μου,
ἕνα λουλούδι
ἠλεκτρικό,
τὸ
λουλούδι
τὸ πεινασμένο
καὶ τὸ ἄπεφθο
τοῦ πόθου.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου