Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Η ΠΙΟ ΜΑΝΑ

 


PABLO NERUDA

 

Η ΠΙΟ ΜΑΝΑ

 

Ἡ πιὸ μάνα περνάει ἀπὸ ᾽δῶ

μὲ τὰ ξύλινά της τσόκαρα. Χτὲς βράδυ

ἐφύσηξε ὁ ἄνεμος τοῦ Νότιου Πόλου, πέσανε, σπάσανε

τὰ κεραμίδια τῆς στέγης, γκρεμίστηκαν

οἱ τοῖχοι καὶ οἱ γέφυρες,

οὔρλιαζε ἡ νύχτα σύσσωμη μὲ τὰ πούμα της,

καὶ τώρα, τὸ πρωὶ

μὲ τὴν ἥλιο ἀκόμα παγωμένο, νά τη ἔρχεται

ἡ πιὸ μάνα μου, ἡ δόνια

Τρινιδὰδ Μαρβέρδε, ἡ δόνια

Ἁγιατριάδα Πρασινοθάλασσα,

γλυκιὰ σὰν καὶ τὴ συνεσταλμένη δροσούλα

τοῦ ἥλιου στῶν καταιγίδων τὰ μέρη,

κεράκι

εὔθραυστο ποὺ τρεμοσβήνει

καὶ ξανανάβει

γιὰ νὰ δείχνει τὸν δρόμο σὲ ὅσους περνᾶνε.

 

Ὦ γλυκιά μου πιὸ μάνα

μητριὰ ἐγὼ

ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ πῶ—,

καὶ τρέμει τὸ στόμα μου τώρα

ποὺ πάω νὰ σὲ ὁρίσω, νὰ σὲ πῶ.

Γιατί, μόλις εἶχα ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνω,

τὴν καλοσύνη εἶδα ντυμένη

μὲ τὰ φτωχικά της σκουρόχρωμα ροῦχα.

Τότε εἶδα τὴ χρησιμότερη ἁγιότητα:

τοῦ νεροῦ καὶ τοῦ ἀλευριοῦ τὴν ἁγιότητα

ποὺ ἤσουν ἐσύ. Ψωμὶ σὲ ἔκανε ἡ ζωὴ

κι ἐμεῖς σὲ τρώγαμε

ὅλο τὸν μακρὺ καὶ ἔρημο χειμώνα

μὲ τὸ νερὸ νὰ στάζει

στὸ σπίτι μέσα,

καὶ ἡ πανταχοῦ παρούσα ἐσένα ταπεινότητά σου

σπυρί-σπυρὶ ξεκούκκιζε

τὸ τραχὺ

τῆς φτώχειας στάρι

καὶ ἤτανε σὰν νά ᾽χες ἀναλάβει

νὰ μᾶς μοιράσεις ἐκεῖ

ἕνα ποτάμι διαμάντια.

 

Ἄχ, μάνα, πῶς θὰ ζοῦσα

χωρὶς νὰ σὲ θυμᾶμαι

κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα;

Θά ᾽ταν ἀδύνατον. Στὸ αἷμα μου

τὴν πράσινή σου κουβαλάω τὴ θάλασσα,

τὸ ἐπώνυμο Μαρβέρδε, ἐπώνυμο

τοῦ ψωμιοῦ ποὺ μοιράζεται,

ἐπώνυμο ἐκείνων

τῶν γλυκῶν χεριῶν

ποὺ φτιάχνανε ἀπ᾽ τὸ τσουβάλι τοῦ ἀλευριοῦ

τὰ καλτσάκια τῶν παιδικῶν μου χρόνων,

ποὺ μαγείρευαν, ἔπλεναν, σιδέρωναν,

φύτευαν, μοῦ ἔριχναν τὸν πυρετό.

Ὅταν εἶχαν γίνει ὅλα

κι ἐγὼ μποροῦσα πιὰ

μόνος νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου,

αὐτὴ ἔφυγε, ἱκανοποιημένη, σκοτεινή,

μὲς στὸ μικρὸ της φέρετρο,

ὅπου πρώτη της φορὰ ἦταν ἄπραγη,

ἐνῶ ἔπεφτε ἡ σκληρὴ βροχὴ

ποὺ πέφτει στὸ Τεμοῦκο.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου