PABLO NERUDA
Η ΓΗ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Ἡ ἀτελείωτη γραμμὴ τῶν συνόρων: ἀπὸ
τὸ Βίο-Βίο
ἴσαμε τὸ Ρελονκαβί, περνώντας
ἀπὸ
τὸ Ρενάικο, τὴ Μαύρη Σέλβα,
τὸ Πιγιανλελβούν, τὸ Λαουτάρο,
κι ἀκόμα παραπέρα, ἀπὸ τὰ αὐγὰ τῶν περδικιῶν,
τὰ πυκνὰ βρύα τῆς ζούγκλας,
τὰ φύλλα μαζὶ μὲ τὸ φουσκί,
τὶς διάφανες
—περίκομψα νεῦρα ἁπλῶς —
ἀράχνες
μὲ τὶς μιγαδικές τους κόμες·
ἕνα φίδι,
ἴδιο ἀνατριχίλα,
περνάει τὸν μαῦρο βάλτο,
γυαλίζει,
ἐξαναφίζεται·
τὰ εὑρήματα
τοῦ δάσους,
ἡ αἴσθηση πὼς χάθηκες
κάτω
ἀπὸ τροῦλλο, σὲ κλίτος ἐκκλησίας,
τὸ σκοτάδι τοῦ δάσους
(τὸ δίχως δρομολόγιο,
τὸ τοσοδὰ μικρό) γεμάτο τρωκτικά,
καρπούς, φτερώματα —
κι ἐγὼ θὰ χαθῶ
στὰ πιὸ μαῦρα
σωθικὰ τοῦ πράσινου·
πουλιὰ τσιρίζουν παγωμένα,
γκρεμίζεται ἕνα δέντρο,
κάτι πετάει καὶ πέφτει
στὸ κεφάλι μου πάνω.
Εἶμαι μόνος,
στὴ γενέθλια ζούγκλα,
μέσα στὴ βαθιὰ
καὶ μαύρη Ἀραουκανία.
Ὑπάρχουν φτερὰ
ποὺ κόβουν τὴ σιωπὴ μὲ ψαλίδια,
καὶ μιὰ σταγόνα πέφτει
βαριὰ καὶ κρύα σὰν
ἀλογοπέταλο.
Ἀντηχεῖ καὶ σωπαίνει τὸ δάσος:
σωπαίνει ὅταν ἀκούω,
ἀντηχεῖ ὅταν κοιμᾶμαι·
θάβω
τὰ κατάκοπα πόδια μου
σὲ γερασμένων λουλουδιῶν
τὰ κορήματα, στὶς ἀποσυνθέσεις
πουλιῶν, φύλλων καὶ καρπῶν·
τυφλό, ἀπελπισμένο,
σὰν σημαδάκι φεγγερὸ ποὺ λάμπει —
κάποιο σπίτι.
Εἶμαι πάλι ζωντανός.
Ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τότε,
ἀπὸ τὰ χαμένα μου βήματα,
ἀπὸ τὴ μπερδεμένη ἐρημιά, ἀπ᾽ τὸν φόβο,
ἀπὸ τ᾽ ἀναρριχητικὰ φυτά,
ἀπὸ τὸν πράσινο κατακλυσμό, καὶ δίχως κὰν διαφυγή,
ἐγύρισα πίσω ἔχοντας τὸ μυστικὸ μαζί μου:
μόνο τότε καὶ ἐκεῖ νὰ τὸ μάθω μπόρεσα,
στοῦ πυρετοῦ μου τὶς γκρεμίλες,
ἐκεῖ, μέσα στὸ φῶς τοῦ σκότους,
συμφωνήθηκε καὶ ὐπογράφτηκε
τὸ συμβόλαιό μου μὲ τῆς γῆς τὸ χῶμα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου