PABLO NERUDA
ΓΕΝΝΗΣΗ
Γεννήθηκε ἕνας ἄντρας,
ἕνας μέσα στοὺς πολλοὺς
ποὺ γεννηθήκανε.
Ἔζησε μεταξὺ ἀνδρῶν πολλῶν
ποὺ ὁμοίως ἔζησαν,
πράγμα ποὺ δὲν γράφει ἱστορία,
ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο χῶμα,
τὸ χῶμα αὐτὸ στὸ κέντρο τῆς Χιλῆς, ὅπου
τ᾽ ἀμπέλια κατσαρώνουν τὰ πράσινα μαλλιά τους,
τὰ σταφύλια τρέφονται ἀπ᾽ τὸ φῶς
καὶ τὸ κρασὶ γεννιέται ἀπὸ τοῦ λαοῦ τὰ πόδια.
Παρρὰλ ὁ τόπος λέγεται
ποὺ γεννήθηκα
κάποιον χειμώνα ἐγώ.
Οὔτε τὸ σπίτι ὑπάρχει πιὰ
οὔτε ὁ δρόμος·
ξαμόλησε ἡ κορδιγιέρα
τ᾽ ἄλογά της,
θημώνιασε γερὰ
ὅλη τὴ θαμμένη της στὰ βάθη
δύναμη,
ἀναπήδησαν τὰ ὄρη της
κι ἔπεσε κάτω ὁ λαὸς
μὲ τὸν σεισμὸ ποὺ ἔγινε
φασκιωμένος.
Κι ἔτσι τότε τοῖχοι πλινθόκτιστοι,
πορτρέτα στοὺς τοίχους,
ἔπιπλα σαραβαλιασμένα
στὰ σκοτεινὰ δωμάτια μέσα,
σιωπὴ μὲ σημεῖα στίξεώς της μύγες —
τὰ πάντα ἐγύρισαν ἀνάποδα
καὶ γίνηκαν σκόνη·
κάτι λίγοι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε κρατήσει
σχῆμα καὶ αἷμα ἀκόμα,
μόνο ἐμεῖς οἱ λίγοι — καὶ τὸ κρασί.
Τὸ κρασὶ συνέχισε τὴ ζωή του
σκαρφαλώνοντας στὶς ρῶγες
ποὺ ἐσκόρπισε παντοῦ
τὸ περιπλανώμενο
φθινόπωρο,
κατέβηκε σὲ κουφοὺς ληνοὺς
καὶ σὲ βαρέλια
ποὺ βάφτηκαν μὲ τὸ γλυκό του αἷμα,
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, τρέμοντας,
ἐπειδὴ ἡ γῆς ἡ τρομερὴ ἐσειόταν,
ἔφυγε μετὰ γυμνό, μὰ ζώντας.
Δὲν θυμᾶμαι
οὔτε τὸν τόπο οὔτε τὸν χρόνο,
οὔτε πρόσωπα οὔτε σχήματα,
μόνο μι᾽ ἀνεπαίσθητη σκόνη,
τὴν οὔγια τοῦ καλοκαιριοῦ
καὶ τὸ νεκροταφεῖο, ὅπου
μὲ κουβάλησαν
νὰ δῶ ἀνάμεσα στοὺς τάφους
τῆς μάνας μου τὸν ὕπνο.
Κι ἀφοῦ ποτὲ δὲν εἶχα δεῖ
τὴν ὄψη της ἐγώ,
τὴ φώναξα μπροστὰ στοὺς πεθαμένους νὰ τὴ δῶ,
ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἐκεῖ θαμμένοι,
ποιός ξέρει, δὲν μ᾽ ἄκουσε, καὶ δὲν μοῦ εἶπε τίποτα,
κι ἔμεινε μόνη της στὸν τάφο, χωρίς τὸν γιό της,
μόνη, μονόχνωτη, φευγάτη,
ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἴσκιους ἴσκιος.
Ἀπὸ ἐκεῖ εἶμαι ἐγώ, ἀπὸ κεῖνο
τὸ Παρρὰλ μὲ τὴ δονούμενή του γῆ,
μιὰ γῆ γεμάτη μὲ σταφύλια.
Ἐγὼ ἐκεῖ ἐβγῆκα στὴ ζωὴ
μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴ νεκρή μου μάνα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου