PABLO NERUDA
ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Δὲν ξέρω στὸ Τεμοῦκο πότε φτάσαμε.
Τὸ πότε γεννιέσαι δὲν ἦταν ἀκριβές, καὶ ἀργεῖ
στ᾽ ἀλήθεια ἡ γέννηση, ἀργεῖ πολὺ ὥσπου
νὰ νιώσεις, νὰ μάθεις, νὰ μισεῖς, ν᾽ ἀγαπᾶς —
ὅλα τοῦτα ἔχουν ἄνθη, μὰ ἔχουνε καὶ ἀγκάθια.
Ἀπὸ τὴν ὅλο σκόνες ἀγκαλιὰ τῆς πατρίδας μου
ἀμίλητοι μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν
στὴν Ἀραουκανία, στὴ βροχή της.
Τοῦ σπιτιοῦ τὰ σανίδια
μυρίζανε δάσος,
ζούγκλα παρθένα.
Κι ἐμένα ἀπὸ τότε οἱ ἔρωτές μου
εἶναι ξύλινοι
καὶ ὅ,τι ἀγγίζω γίνεται δάσος.
Καὶ σμίξανε μέσα μου
μάτια μὲ δεμάτια,
φύλα μὲ ξύλα,
μὲ τῆς βελανιδιᾶς κάποιες γυναῖκες
τὴν ἄνοιξη, οἱ ἄντρες μὲ τὰ δέντρα·
τὸν ἄνεμο τοῦ κόσμου καὶ τῶν φυλλωμάτων ἀγαπῶ,
δὲν ξεχωρίζω τί εἶναι χείλη, τί εἶναι ρίζες.
Μὲ τσεκούρια καὶ βροχὲς μεγάλωσε
ἡ ξύλινη πόλη
ποὺ κόπηκε πρόσφατα σὰν
νέο ἀστέρι μὲ στάλες ρητίνης·
μέρα-νύχτα τὸ πριόνι καὶ ἡ ματσέτα
ἀγαπιόντουσαν
τραγουδώντας καὶ δουλεύοντας·
ὅσο τώρα γιὰ τὸν ἦχο τὸν ὀξὺ τοῦ τζίτζικα,
ὅπως θρηνολογεῖ
στὴν πεισματάρα μέσα μοναξιά του, τὸν ἀκοῦτε
καὶ στὸ δικό μου τραγούδι:
ξύλα κόβει ἀκόμα ἡ καρδιά μου στὸ δάσος,
μὲ πριόνια τραγουδώντας μέσα στὴ βροχή,
καὶ ἀλέθοντας μαζὶ κρύο καὶ πελεκούδια καὶ ἀρώματα ξύλων.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου