PABLO NERUDA
ΤΕΧΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ, Ι
Ὄντας ποιητὴς μαραγκός,
πρῶτα ψάχνω νὰ δῶ ποῦ βρίσκω,
ἂν ὑπάρχει, τὸ ξύλο τὸ τραχὺ ἢ τὸ λεῖο·
ἀγγίζω μὲ τὰ χέρια τὴν ὀσμή του,
τὸ χρῶμα του μυρίζω, περνῶ τὰ δάχτυλά μου
στὴν ἀρωματική του ἀκεραιότητα ἀπὸ πάνω
καὶ στοῦ συστήματός του τὴ σιωπή,
μέχρι νὰ κοιμηθῶ ἢ νὰ μετοικήσω,
ἢ νὰ γδυθῶ ἢ νὰ καταδυθῶ
στὴν ὑγεία τοῦ ξύλου —
στὶς περιφράσεις του ὅλες.
Τὸ δεύτερο ποὺ κάνω εἶναι νὰ κόβω
μὲ πριόνι ποὺ τινάζει σπίθες
τὴ σανίδα ποὺ μόλις διάλεξα·
ἀπ᾽ τὴ σανίδα ξεπηδοῦν οἱ στίχοι
σάμπως χειραφετημένες σκλῆθρες,
εὐωδιαστές, γερὲς καὶ ἀπόμακρες
γιὰ νά ᾽χει τὸ ποίημά μου
πάτωμα, σκαρί, καρένα τώρα,
καὶ νὰ σηκώνεται μετά, νὰ παίρνει τὴν πορεία του,
κι ἀπὸ τὴ θάλασσα νὰ κατοικεῖται.
Ὄντας ποιητὴς ψωμᾶς
ἑτοιμάζω τὴ φωτιά, τὸ ἀλεύρι,
τὴ μαγιά, τὴν καρδιά μου,
καὶ ἴσαμε τοὺς ἀγκῶνες μου χώνομαι
τὸ φῶς νὰ ζυμώνω τοῦ φούρνου,
τὸ πράσινὸ νερὸ τῆς γλώσσας,
γιὰ νὰ πετύχει τὸ ψωμί, νὰ βγεῖ
νὰ τὸ πουλήσουν στὸ ψωμάδικο.
Μπορεῖ ἐγώ —δὲν ξέρω ἂν τὸ ξέρουν—
νά ᾽μαι γεννημένος σιδερᾶς ἀπὸ τὴ μοίρα μου,
ἢ ἔχω ἔστω χαλκεύσει καὶ προσφέρω
σὲ ὅλους καὶ σὲ μένα ποίηση μεταλλουργικὴ
τουλάχιστον.
Σ᾽ ἕνα τόσο ἀνοιχτὸ καὶ ὑποστηριχτικὸ σινάφι
φλογερὲς ποτὲ δὲν εἶχα προσκολλήσεις-συγκολλήσεις:
ὑπῆρξα σιδερᾶς μοναχικός.
Σπασμένα ἀναζητώντας πέταλα
σὲ ἄλλη μετακόμισα περιοχὴ
μὲ ὅλα μου μαζὶ τὰ παλιοσίδερα·
χωρὶς κατοίκους μέρος, ποὺ ἁπλῶς τὸ ἐφώτιζε
μονάχα ὁ ἄνεμος.
Καινούργια μέταλλα ἀνακάλυψα ἐκεῖ —
σὲ λέξεις τὰ μετέτρεψα.
Οἱ ἐμπειρίες μου —τὸ ἀντιλαμβάνομαι—,
ἐμπειρίες βγαλμένες ἀπὸ μεταφυσικὸ ἐγχειρίδιο μέσα,
δὲν χρειάζονταν στὴν ποίηση,
πλὴν ὅμως ἐγὼ τὰ νύχια μου ἐτσάκισα
χιμώντας πάντα στὴ δουλειά μου,
καὶ τοῦτες τώρα ἐδῶ εἶναι οἱ φτωχές μου συνταγὲς
ποὺ μὲ τὰ ἴδια μου τὶς ἔχω μάθει ἐγὼ τὰ χέρια.
Ἂν ἄχρηστες ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι
γιὰ νὰ ὑπηρετεῖται ἡ ποίηση,
στὴ στιγμὴ ἐγὼ θὰ συμφωνήσω, ἀμέσως.
Χαμογελῶ γιὰ ὅ,τι μέλλεται
ἀποσυρόμενος ἐκ τῶν προτέρων.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου