PABLO NERUDA
ΤΟΠΙΟ
Πέρασα νὰ πῶ ἀντίο
σὲ πολλοὺς ποὺ ἔφευγαν μακριά, καὶ τώρα
θὰ μ᾽ ἄρεσε καὶ πάλι νὰ τυλίξω
ἐκείνων τῶν ἀποχαιρετισμῶν τὸ νῆμα,
νὰ γυρίσω νὰ δῶ ξανὰ μάτια χαμένα.
Δὲν ξέρω ἂν τοὺς ἐνδιαφέρει ὅλους
ἡ σημερινή μου ἡ μελαγχολία:
διατίθεμαι νὰ τὴ μοιράσω, νὰ τὴν κάνω
ὅλο μικροὺς-μικροὺς στρογγυλοὺς σπόρους
καὶ νὰ τοὺς ρίχνω στὸν καταυλισμὸ ὁλόγυρα,
στοῦ δρόμου τὰ γόνατα.
Θέλω νὰ δῶ ἂν ἀπ᾽ τοὺς πόνους βγαίνουν
καὶ ἂν ἀβγατίζουν τῆς ἀβεβαιότητας τ᾽ ἄνθη,
ἡ θλιβὴ ἐκείνη ἀναποφασιστικότητα:
τῆς ἐγκατάλειψης θέλω νὰ μάθω
τί χρῶμα ἔχουνε τὰ φύλλα.
Ὅταν μιὰ μέρα βγεῖ καὶ σὲ κοιτάξει ὁ ἥλιος
σὰν τίγρης πάνω ἀπὸ τὸν θρόνο του
ζητώντας νὰ σὲ ὑποχρεώσει
νὰ ζήσεις ἔτσι ὅπως ἐκεῖνος ὅρισε, τότε
θὰ μοῦ ᾽ρθει ἐμένα μιὰ ριπή φεγγαροχτυπημένη,
θὰ σκοτεινάσω μέχρι ἀπελπισίας,
κι ἐκεῖ ποὺ περίμενα τὰ ἐλάχιστα,
θ᾽ ἀρχίσω νὰ μοιράζω θλίψη.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου