ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΧΡΩΜΑΤΟΣ
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
Στη
λεγόμενη τρυφερή ηλικία γίνονται οι σημαντικές επιλογές των ανθρώπων – τότε,
δηλαδή, που λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά το συναίσθημα, και ο νους απλώς
παρακολουθεί (πολλές φορές αδιάφορος και αδρανής) τα δρώμενα. Έχοντας ξεπεράσει
ήδη την έκτη δεκαετία του βίου μου θα πρέπει να γυρίσω πολύ πίσω, για να
ανατρέξω στη δική μου τρυφερή και –ας μου επιτραπεί ο όρος– μετατρυφερή ηλικία
σε δύο κωμοπόλεις της πελοποννησιακής επαρχίας του δεύτερου μισού της δεκαετίας
του ’60 και του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’70.
Παρακάμπτω τη χρονολογική σειρά και
αρχίζω ανάποδα. Νεμέα Κορινθίας: έζησα εκεί έξι χρόνια, αρχής γενομένης από τον
Σεπτέμβρη του 1970 λόγω υπηρεσιακής μεταθέσεως του πατέρα μου. Στις 8 Μαρτίου
1972 βρεθήκαμε για κοινωνική επίσκεψη σε σπίτι που διέθετε τηλεοπτική συσκευή
και είδαμε τον αγώνα του Άγιαξ με την Άρσεναλ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών
Ομάδων Ευρώπης, τον πρόγονο του σημερινού Τσάμπιονς Ληγκ. Τελικό σκορ 2-1: προηγήθηκε η Αρσεναλ με γκολ του Ρέι
Κέννεντυ, αλλά νίκησε τελικώς ο Άγιαξ με δύο γκολ του Χέρρι Μιούρεν, από ένα σε
κάθε ημίχρονο. Όλοι όχι μόνο θαυμάσαμε
την ολλανδική ομάδα, που υπό τις οδηγίες του Στέφαν Κόβατς έπαιζε άλλο ποδόσφαιρο, αλλά και το ευχαριστηθήκαμε,
παρ’ όλο που η Άρσεναλ δεν μάς ήταν καθόλου αντιπαθής. Τα χρόνια εκείνα βλέπαμε
στην τιβί με τη βοήθεια του Γιάννη Διακογιάννη «κονσέρβα» κάθε Σάββατο απόγευμα
45 λεπτά αγγλικό ποδόσφαιρο, και αυτό ήταν όλο κι όλο ό,τι γνωρίζαμε και είχαμε
δει με τα μάτια μας από διεθνές «football».
Στις
22 Μαρτίου 1972 ήταν η ρεβάνς του αγώνα στο Χάιμπουρυ. Τηλεοράσεις είχαν τότε
μόνο τα καφενεία και ελάχιστα σπίτια. Δυνατότητα «κοινωνικής επίσκεψης» αυτή τη
φορά δεν υπήρχε. Οπότε μόνο σε καφενείο θα μπορούσα να δω τον αγώνα.
Απαγορευόταν αυστηρώς, όμως, το συχνάζειν των μαθητών στα καφενεία! – επαρχία, χούντα... Στην Οδό Δερβενακίων 34
ήταν το σπίτι μας. Ανεβαίναμε επάνω, στον όροφο, από μια εσωτερική σκάλα που
ήταν παραλλήλως κολλητή με την εσωτερική σκάλα του διπλανού σπιτιού που ανήκε
στην οικογένεια Πέππα, στην ιδιοκτησία της οποίας ήταν και το αμέσως κολλητό
καφενείο. Βράδυ, ψοφόκρυο με χιονόνερο. Με κολλημένη τη φάτσα μου εγώ στο θολό
τζάμι του καφενείου προσπαθούσα να δω μέσα σε σύννεφα καπνού τσιγάρων από μέσα
και να διακρίνω από το δρόμο, απ’ έξω, τι «παιζόταν» στην ασπρόμαυρη οθόνη.
Δηλαδή δεν έβλεπα – κι ωστόσο απολάμβανα! Πανηγύρισα σαν τρελός το –όπως
πληροφορήθηκα την άλλη μέρα από το «Φως των Σπορ»– αυτογκόλ του Γκρέιαμ· είχα
την εντύπωση ότι το είχε βάλει ο Πητ Κάιζερ. Σημασία είχε ότι είχε μπει, είχε νικήσει
Άγιαξ, κι εγώ ήμουν ήδη (και παραμένω) Άγιαξ.
Στις
31 Μαΐου 1972 γινόταν ο τελικός του κυπέλλου Πρωταθλητριών στο στάδιο Ντε Κάιπ
του Ρότερνταμ μεταξύ του Άγιαξ και της Ίντερ. Άνοιξη στο φόρτε της, στις παρυφές του
θέρους, αλλά εγώ ήμουν στο κρεβάτι άρρωστος με παρωτίτιδα, κοινώς «μαγουλάδες».
Απαγορευόταν και να ξεμυτίσω από το σπίτι. Κατέβηκα στην εσωτερική σκάλα του
σπιτιού μας, έστησα αφτί και (παρά τη μεσολάβηση της εσωτερικής σκάλας του
σπιτιού του Πέππα) παρακολούθησα «εξ ακοής» όλον τον αγώνα. Από τις φωνές των
καφενειακών θαμώνων κατάλαβα πότε μπήκαν και τα δύο γκολ – αμφότερα στο δεύτερο
ημίχρονο. Ο πατέρας μου μού είπε, μετά το τέλος του αγώνα, ότι τα είχε επιτύχει
ο Γιόχαν Κρόιφ.
Το
Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 το είδαμε στο σπίτι μας, στη δική μας τηλεόραση. Δεν
έχασα ούτε δευτερόλεπτο. Ήμασταν δε οικογενειακώς με την Εθνική Ολλανδίας και λατρεύαμε
το «totaalvoetbal», το «ολοκληρωμένο ποδόσφαιρο» που έπαιζε η ομαδάρα του
Ρίνους Μίχελς, η «Οράνιε», η πορτοκαλιά ομάδα της Οράγγης. Η ήττα «μας» από τη
Γερμανία στον τελικό ήταν κάτι σαν «οικογενειακό πένθος». Σήμερα μπορώ να πω
ότι εκείνος ο τελικός δεν ήταν ακριβώς η δύση της ολλανδικής κυριαρχίας (που
είχε ξεκινήσει με τη Φέγενοορντ και τον Άγιαξ και είχε κορυφωθεί με την Εθνική
Ολλανδίας), αλλά η ανατολή της «πραγματιστικής» Μπάγερν, που κυριαρχεί μέχρι
σήμερα «γερμανικά, και σε όποιον αρέσει».
Φλας
μπακ. Στους Μολάους Λακωνίας, στη γενέτειρά μου. Κάποιος θείος ενός συμμαθητή
μου, ο «μπαρμπα-Σπύρος», μετανάστης από το ’35 στην Αργεντινή (την οποία,
σημειωτέον, έλεγε «Αργεντίνη»), είχε επιστρέψει
το 1965 στην πατρίδα και μου είχε χαρίσει ένα κύπελλο, για να πίνω το
γάλα μου, με «τυπωμένα» επάνω του το έμβλημα της Αργεντινής και το σήμα της
Μπόκα Τζούνιορς. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Οι διηγήσεις του, δηλαδή το
φούσκωμα των διηγήσεων του «μπαρμπα-Σπύρου» μέσα στους ηθμούς της φαντασίας μου
με είχαν κάνει να υποστηρίζω την «Αργεντίνη» και τη Μπόκα Τζούνιορς. Τα ονόματα
Ρόμα, Μαρσολίνι, Ραττίν και Ρόχας ήταν στο ενεργό μου λεξιλόγιο. Πολλά χρόνια
αργότερα διάβασα την ιστορία τους και έμαθα τι παιχταράδες ήσαν και αυτοί και
κάποιοι άλλοι – «φίλοι» και «αντίπαλοι».
Επανασύνδεση
με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974. Επειδή ο νέος έρωτας (όταν, μάλιστα, τον
βλέπεις με τα μάτια σου) νικάει την οποιαδήποτε φαντασίωση, στις 24 Ιουνίου
1974 δεν με πείραξε καθόλου που οι Κρόιφ, Κρολ, Ρεπ και εκ νέου Κρόιφ «μας»
έβαλαν τέσσερα γκολ σε εκείνο το υπό ραγδαίαν βροχήν παιχνίδι-παράσταση
μπαλέτου στο Γκελζενκίρχεν. Έχω την
ακράδαντη γνώμη ότι εκείνη ήταν η κορυφαία επίδειξη του totaalvoetbal. Όταν, όμως, άρχισαν ιδίως από το 1975 και μετά
να κυριαρχούν οι Γερμανοί (και ο επί τρεις συνεχείς φορές πρωταθλητής Ευρώπης Άγιαξ
είχε ήδη από τις 7 Νοεμβρίου 1973 αποκλειστεί από την ΤΣΣΚΑ Σόφιας)
«ξαναθυμήθηκα» χωρίς καν ενοχές τον παλιό μου έρωτα για την αργεντίνικη Μπλανκοσελέστε.
Αλλά
τιμωρήθηκα γι’ αυτό το 1978. Τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μονουμεντάλ
του Μπουένος Άιρες. «Ποιόν
υποστηρίζουμε, Γιώργη;» – έλεγα στον εαυτό μου. Τη μια απαντούσα «Οράνιε», την
άλλη απαντούσα «Μπλανκοσελέστε». Όταν ξεκίνησε ο αγώνας και είδα στο εκράν τής
–έγχρωμης τώρα πια– τηλεόρασης τον άθλιο δικτάτορα Βιδέλα, είπα αποφασιστικά «Ολλανδία».
Δεν θα πω πολλά, αλλά έπιανα τον εαυτό μου κάθε δυο λεπτά να παρακαλάει να μη
βάλει καμία ομάδα γκολ, λες κι έτσι θα σωζόμουν από το μαρτύριο που βίωνα. Είχα
μεγαλώσει, όμως, πια και τα τρυφερά
λεγόμενα χρόνια της ζωής μου ήσαν πίσω, δούλευε δε και η εκλογίκευση των
πραγμάτων – συνελόντι ειπείν και τέλος πάντων στενοχωρήθηκα πολύ που
«ηττηθήκαμε» με 3-1.
Ναι,
μπορώ να το πω άφοβα τώρα: είμαι και
Αργεντινή και Ολλανδία πια, και αγαπώ
το ποδόσφαιρο, όταν είναι ποδόσφαιρο. Αντιπάθησα το ιταλικό κατενάτσιο και λάτρεψα
το ολλανδικό totaalvoetbal,
κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο παρά κατενάτσιο με πρώτη αμυντική γραμμή στην
μεγάλη περιοχή του αντιπάλου – παναπεί η πιο σκληρή μορφή και η πιο ευφυής
εκδοχή που μπορεί να πάρει αυτή η επινόηση του Ελένιο Ερρέρα (τυχαίο ότι ήταν
αργεντινός;…) που είχε οδηγήσει τις ιταλικές ομάδες στο λεγόμενο
«αντι-ποδόσφαιρο». Στα μυαλά και στα πόδια των ολλανδών μαϊστόρων το
αντιποδόσφαιρο ξανάγινε θεαματικό ποδόσφαιρο. Εξ άλλου οι Ολλανδοί πάντοτε
διακρίνονταν στις τέχνες, στη φιλοσοφία και στον πρακτικό επιχειρηματικό νου…
Οι
ολλανδοί ποδοσφαιριστές ήσαν/είναι άλλης ποιότητας παίκτες. Ξέρουν να μιλάνε
κανονικά, δεν χρησιμοποιούν στερεότυπα, χαρακτηρίζονται από άνετη κοινωνική και
γηπεδική συμπεριφορά. Γνωρίζουν και θέλουν να διεκδικούν το άριστο, το μέγιστο.
Έτσι είναι και το ποδόσφαιρο που παίζουν:
άλλης ποιότητας!
Αυτή
την άλλη ποιότητα τη βρήκα σε κάθε σελίδα του ανά χείρας βιβλίου. Κι έχω την
αίσθηση ότι ο Ντέιβιντ Γουίνερ είναι σαν
–ας μην παρεξηγηθεί αυτό που θα γράψω– να μου έκλεψε ένα σμάρι ιδέες. Γράφει
βιωματικά για την επανάσταση του ολοκληρωμένου ποδοσφαίρου, για μιαν επανάσταση
χρώματος πορτοκαλί, όπως την έχω βιώσει κι εγώ τόσα χρόνια που παρακολουθώ τον
Άγιαξ, την Εθνική Ολλανδίας, αλλά και τις άλλες ομάδες του ολλανδικού πρωταθλήματος,
όπως και το ποδόσφαιρο σε όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και ας μου συγχωρηθεί αυτός
ο εντελώς «βιωματικού χαρακτήρα» πρόλογος. Κάπως έτσι πρέπει και ο συγγραφέας
να προσέγγισε το «ολλανδικό θαύμα» με τους Έρασμους και τους Σπινόζες, με τους
Ρέμπραντ και τους Μόντριαν της μπάλας, της στρογγυλής θεάς που τη λατρεύουν
εκατομμύρια κι εκατομμύρια πιστοί. Κι έτσι –με γνώση σίγουρα, αλλά με γνώση
βαφτισμένη στα ύδατα του βιώματος– μετέφρασε και ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος το
πόνημα αυτό, που είναι κατάθεση λόγου μιας αγαπητικής και εφ’ όρου ζωής σχέσης.
Αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, στην ουσία (ό,τι και αν κάνεις) δεν το κάνεις.
Και στον Χρίστο Χαραλαμπόπουλο οφείλουμε χάριτες για την αγάπη που καταθέτει σε
ό,τι κάνει τόσα χρόνια και μας δίνει την ευκαιρία να χαρούμε τη χαρά του.
Ας μου επιτραπεί, κλείνοντας, μια κουβέντα
ακόμα. Ξέρω ότι κανονικά αυτά που έγραψα ώς εδώ δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Ξέρω,
όμως, και κάτι άλλο: όταν είναι να μιλήσεις/γράψεις για (το) ποδόσφαιρο, μόνο
έτσι, μόνο βιωματικά, με μόνο οδηγό σου το βίωμα μπορείς να αρθρώσεις λόγο, αν
δεν θέλεις να κάνεις απλό «ρεπορτάζ» – αυτό κι αν δεν ενδιαφέρει κανέναν… Άλλα
πράγματα, αλλά με τον ίδιο τρόπο θα έγραφε και οποιοσδήποτε άλλος «αγαπών την
ευπρέπειαν του αθλήματος». Δεν γίνεται διαφορετικά. Οι ατομικές στάσεις και
συμπεριφορές απέναντι σε κάτι μεγαλειώδες, όπως είναι το ολλανδικό ποδόσφαιρο,
καθορίζουν (η καθεμιά χωριστά) την αμύθητη αξία του αριστουργήματος. «Αμύθητο»
στα ελληνικά σημαίνει «αυτό που δεν μπορούν να το πουν όλοι μαζί». Γι’ αυτό και
ο καθένας μας το λέει χωριστά, με τον τρόπο του. Το όλον μοιάζει να είναι σαν
«ασκήσεις ύφους» ή «παραλλαγές» πάνω σε εκ των προτέρων καθορισμένο θέμα. Κι
εδώ μου έρχονται στον νου, ο Γιοχάννες Μπραμς, ο Ραιημόν Κενώ, ο Γιόχαν Κρόιφ
και άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες.
Γιώργος Κεντρωτής
Κέρκυρα, 23 Σεπτεμβρίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου