Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

Ο ΙΟΥΔΑΣ


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΣΟΥΡΒΙΝΟΣ (1924-2008)


ΑΕΙΘΑΛΗΣ


Του άρεσε
μ’ ένα λευκό ελαφρύ πουκάμισο
γεμάτο αλμυρόν άνεμο
κοντό βρακί λευκό επίσης
βαρύτιμον εγκόλπιο και μία
φωτογραφική
τριών αστέρων μηχανή
κρέμονται εις το στήθος του
με λάμψη –
ένα ζευγάρι ματογυάλια μαύρα
για τον άγριον Ήλιο
της Μεσημβρίας

Του άρεσε
Πόλεις παληές να επισκέπτεται
Ιστορικές
Με κρύους σκιερούς Ναούς
Καθεδρικούς
Οι μουλωχτοί σακάτηδες
Και οι ζητιάνοι σωριασμένοι
Στις σκυθρωπές γωνιές των παρόδων

Του άρεσε
θωπεύοντας το κόκκινο υπογένειο
για συναυλίες και αυλητρίδες
να ρωτάει προσεκτικά
φιλομαθής φιλομειδής κι ευχάριστος
τα γεύματά του πάντοτε βασιλικά
αψύ κρασί
σε φωσφορίζον κρύσταλο
και συντροφιά με τραγανά
ημίγυμνα κορίτσια
-τον εβαστούσαν εκείνα τα χρυσά
ακόμα-

Του άρεσε
η εύκρατη χώρα μας
στα κυανόλευκα της Άνοιξης νησιά
να περιφέρεται ευδιάθετος
τ’ άνθη τα νεογέννητα
οι εκκλησίες οι πασχαλιές
των επιτάφιων οι πομπές
η σμύρνα και ο λίβανος

Και του άρεσε προπάντων
τη Μεγάλη την Αγία
και φρικτή Παρασκευή
βαρειάν επέτειο
βασανιστηρίων και θανάτου
κατόπιν προδοσίας
Εκείνου του μαθητευομένου
ξυλουργού και ποιητή
που αγαπούσε τις λίμνες τα παιδιά
τους ερωδιούς και τους ψαράδες
τα ελαιόδενδρα
το φως του λύχνου
ωσάν απόμακρο άστρο
στο βραδυνό ισόγειο του σπιτιού

Του άρεσε
χωμένος και χαμένος
μες στους θεοσεβείς ιθαγενείς
και τους άλλους
Χαλδαίους και Χαναναίους
μουσαφίρηδες
μέσα στο τρέμον
στερέωμα των κεριών
και μες στην παραπαίουσα Νύχτα
καθώς πορεύονται
τα εξαπτέρυγα τα λάβαρα
των ιερέων οι μακρόσυρτοι λυγμοί
ω γλυκύ μου έαρ…
έαρ... έαρ... έαρ...
αυτός
στητός ερμητικός
με διαβατήριο πλαστό
Γιόχαν
Ιωνάθαν
Γιάνναρος
τάχα σταυροκοπούμενος
τάχα στο πένθος συμμετ΄ςχων
-πίσω από τα σκοτεινά γυαλιά
μάτια φαρμάκι-
του άρεσε
την επιτάφιο πομπή
ν’ απολαμβάνει...
απολαμβάνει...
απολαμβάνει...
γιατί άριστα κατέχει ότι
επάνω στον χωρίς χορτάρι
κι ούτ’ ένα πρόβατο
αγωνιώδη λόφο
εκείνο το απόγευμα του φονικού
με τα σφυριά και τα καρφιά
όλα τελείωσαν κατ’ ευχήν
γλυτώσαμε απ’ τον ξυλουργό
από την τύψη της Ποιήσεως
από τα ωδικά πουλιά
κι από τη δοξασία εκείνη
περί αγάπης
εγλυτώσαμε

Κι αυτός ιδού
περιηγητής πατρίκιος
ξενύχτης
εν ενθυμία γυναίκας
φιλέλλην
-τόνε βαστούνε
της μοχθηρίας εκείνες
οι χρυσές μονέδες
εσαεί-
καταδότης ασύλληπτος
άλυωτος μένει
ανοξείδωτος πυρίμαχος
αειθαλής λεβέντης
ο Ιούδας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου