Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008
ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ
BERTOLT BRECHT
ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ
Ι
Όντως ζω σε χρόνους ζοφερούς!
Η αθώα λέξη είναι κουταμάρα. Μέτωπο αζάρωτο
μόνο σε αναισθησία παραπέμπει. Κι όποιος γελάει
δεν έχει απλώς ακόμα μάθει
το φριχτό που τού 'χει ρθει μαντάτο.
Τί χρόνοι είναι τούτοι, οπού
και μια κουβέντα να πεις για τα δέντρα, περίπου έγκλημα είναι,
αφού περικλείει σιωπή για μύρια όσα αδικήματα!
Αυτόν που ήσυχος τραβάει το δρόμο του
γιατί κανείς πια φίλος του δεν τον προφταίνει,
άμα τυχόν βρεθείς σε αγάγκη μεγάλη;
Ναι, είναι αλήθεια: το ψωμί μου ακόμα το βγάζω·
αλλά πιστέψτε με: εντελώς από τύχη συμβαίνει. Τίποτα
απ’ όσα κάνω δεν δικαιολογεί τ’ ότ’ είμαι χορτάτος.
Και πάλι εντελώς από τύχη την έχω σκαπουλάρει. (Έτσι
και μου τελειώσει η τύχη, πάει,
πήγα καλλιά μου.)
Μου λένε: Τρώγε-πίνε! Και χαίρου που ’χεις!
Μα πώς να φάω και να πιώ, όταν
απ’ τον πεινασμένο το φαΐ μου αρπάζω, και όταν
το ποτήρι μου με το νερό του διψασμένου λείπει;
Κι όμως: και τρώω και πίνω.
Με χαρά μεγάλη μου θα γινόμουν ακόμα και σοφός.
Υπάρχουνε παλιά βιβλία να σου το μάθουν σοφός τί σημαίνει:
απ’ τους αγώνες του κόσμου ν’ απέχεις και τον σύντομο βίο σου
δίχως φόβους να περνάς και τρομάρες·
να τα βγάζεις δε πέρα χωρίς σε πράξεις βίας να προσφεύγεις,
και το κακό με το καλό εσύ ν’ ανταποδίδεις.
Αν δεν ικανοποιείς τις επιθυμίες σου
και εάν, μάλιστα, τις ξεχνάς κιόλας, αι, ναι!...
τότε θεωρείσαι πως είσαι σοφός.
Με ξεπερνούν όλα τούτα· δεν τα μπορώ.
Σε χρόνους –όντως– ζω ζοφερούς.
ΙΙ
Στις πόλεις έφτασα στης αταξίας τα χρόνια και του χάους,
τότε οπού βασίλευε παντού η πείνα.
Με τους ανθρώπους βρέθηκα στα χρόνια της εξέγερσης·
μαζί τους ξεσηκώθηκα και λόγου μου.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Μεταξύ μαχών και σφαγών έτρωγα το φαΐ μου
και πλάι στους μακελλευτάδες κοιμόμουνα.
Ασύνετα τον έρωτα υπηρέτησα
και με τη φύση υπομονή ποτέ μου καμμία δεν έδειξα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Στα χρόνια τα δικά μου οι δρόμοι σε βγάζαν
σε λασπόβουρκους μόνο, σε βαλτοτόπια.
Η γλώσσα μου η ίδια –προδότρα– με παράδινε
στων σφαγέων τα χέρια.
Και πάρα πολλά δεν κατάφερα. Οι καταπιεστές, ωστόσο,
ασφαλέστεροι, νομίζω, θα νιώθανε δίχως εμένα.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
Οι δυνάμεις μου μικρές· ο δε στόχος
μακριά, πολύ μακριά.
Πλην όμως είταν ορατός, αν και για εμέ προσωπικά
σχεδόν απροσπέλαστος.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
που μου δόθηκαν να ζήσω στη γη.
ΙΙΙ
Εσείς, που δεν γνωρίσατε τον κατακλυσμό
που έπνιξε εμάς,
να θυμάστε να λογαριάζετε,
όταν θα μιλάτε για τις δικές μας αδυναμίες,
τους χρόνους του ζόφου
που εμείς περάσαμε
και εσείς γλυτώσατε.
Κι απ’ τα παπούτσια μας πιο συχνά τις χώρες αλλάζαμε,
όπου καταφεύγαμε πάντα όσο κρατούσε
της πάλης των τάξεων – απελπισμένοι:
να βλέπουμε το άδικο, και να μη γίνεται τίποτα.
Κι όμως, το ξέρουμε και το παραξέρουμε:
και το μίσος για την ταπεινοσύνη
μάς χαλάει τη φάτσα
και η οργή απ' την αδικία
τη φωνή μάς βραχνιάζει. Αχ, εμείς,
που θέλαμε να προετοιμάσουμε για τη φιλία το έδαφος,
ε μ ε ί ς
ουδέποτε μπορέσαμε να είμαστε φιλικοί οι ίδιοι.
Εσείς, όμως,
όταν θα ξημερώσει η μέρα η καλή,
οπού ο άνθρωπος πια βοηθός του ανθρώπου θα είναι,
ε σ ε ί ς
να μας θυμηθείτε και να μας λογαριάσετε
με κάθε επιείκεια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Ετικέτες
ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ,
BRECHT
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου