ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ
ΦΟΝΙΚΟ
Ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι
μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα.
Μας είδε απ’ το κατάστρωμα κάποιος με κανοκυάλι,
μα το λεπίδι πρόφταξε· κανείς δεν το καρτέρα.
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα:
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι,
μα το λεπίδι πρόφταξε· κανείς δεν το καρτέρα.
Ίσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι…
Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη;
Ίσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.
Ξέραμε… Και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει, πότε θά ’ρτει…
Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη…
Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας σα θλιβερά τραγούδια…
Ξέραμε… Και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει, πότε θά ’ρτει
η μέρα που οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια.
Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας σα θλιβερά τραγούδια
που οι νοσταλγοί ψελίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
η μέρα που οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια
ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι.
Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, «Ποιήματα ΙΙ, (1979 – 1984)», Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1985, σελ. 17.
Ο Δ.Α. είναι εκ των κορυφαίων μας παντουμιστών... Θρυλείται ότι στα κιτάπια του κρύβει καμμιά τρακοσαριά ακόμη. Τι κρίμας που δεν αποφασίζει να τα δώσει στα φόρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαν του τα βουτήξω καμμιά μέρα / νύχτα, όπως βούτηξε κι εκειός τα όπερα του Παπαδόπουλου.
ΑπάντησηΔιαγραφή