Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007
ΔΩΣ' ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ...
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΤΑΝΙΟΥΣΑ
Δώσ’ μου το χέρι σου και πάμε στη βροχή
η ομίχλη έσβησε και το στερνό φανάρι
άσε να φεύγουν τα λιμάνια κι οι καιροί
εμείς δεν πρόκειται να πάμε στο φεγγάρι
Ωραία που πάει πέρα το ποτάμι!
φορτώθηκε τόση ζωή και πάει στο καλό
αντίο καράβι μου, νά ’χεις καιρό γλυκό
στο γυρισμό θα βρω κλειστο το μονοπάτι
Ποιό γυρισμό και ποιός γυρίζει πια;
σπουργίτη πολωνέζικο γέλιο παλιό του Μάρτη
γέλιο μικρό κι αθάνατο ματώνεις το βοριά
- στο γυρισμό θα βρω κλειστό το μονοπάτι
… εμείς δεν πρόκειται να πάμε στο φεγγάρι
άλλωστε η ώρα πέρασε πέρασε η ζωή
η ομίχλη έσβησε και το στερνό φανάρι
δώσ’ μου το χέρι σου και πάμε στη βροχή.
Από το βιβλίο: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, «Υπό ξένην σημαία», Ποιήματα 1967-1987, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1991, σελ. 22.
Η εικονιζόμενη είναι η κ. Inez Sastre.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ (ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρίσκομαι στην απεκθάμβωση/κι ονομάζω βρισίδι της εγκοσμιότητας/ τους ουράνιους κρουνούς κατακλυσμιαίους/ αλλά πώς/ να ξεχωρίσω μέσ' στη θύελλα/ οπούχει φρενιάσει/ της ορατής πλην άμαχης θεότητας τα πτύελα.
Νίκος Καρούζος
Υ.Γ. Ανήκουμε στους πληβείους που δεν διαθέτουν γρήγορο ίντερνετ και δεν μπορούν να απολαύσουν τα όμορφα άσματα
που επιλέγετε -τα ακούμε διακεκομμένα! (Έχει και τα χρονάκια του ο υπολογιστής μας...)
ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΑΣ!
@ lapsus digiti: Να είστε καλά, αλλά μη με κάνετε να νιώθω άσχημα, όπως τότε που με ρωτάγανε όλοι όσοι μιλούσαν ελληνικά "γιατί δεν τρώω όλο το φαί μου", πετώντας μου κατόπιν κατάμουτρα το φοβερό εκείνο "Ξέρεις πόσα παιδάκια στον κόσμο δεν έχουν να φάνε;". Εννοείται ότι, αν εγώ έτρωγα όλο μου το (πολύ) φαγητό, τα εκατομμύρια πεινασμένα παιδάκια του ντουνιά θα χόρταιναν ως εκ θαύματος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τον Νίκο Καρούζο, γι' αυτό και θα σας αφιερώσω στο μπλογκ "ΝΑΠΟΛΗ ΚΑΙ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ" κάτι με τον Ενρίκο καρούζο.
ΤΡΩΤΕ ΕΣΕΙΣ (ΠΟΙΗΣΗ) ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΧΟΡΤΑΙΝΟΥΜΕ!
ΑπάντησηΔιαγραφήMARK STRAND
EATING POETRY
Ink runs from the corners of my mouth/ There is no happiness like mine./ I have been eating poetry.
The librarian does not believe what she sees./ Her eyes are sad/
and she walks with her hands in her dress.
The poems are gone./ The light is dim./ The dogs are on the basement stairs and coming up.
Their eyeballs roll/their blond legs burn like brush./ The poor librarian begins to stamp her feet and weep.
She does not understand/ When i get on my knees and lick her hand/ she screams.
I'm a new man/ I snarl at her and bark./ I romp with joy in the bookish dark.
@ lapsus digiti: Είναι σουρεαλιστικό να πώ "Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί μου φά το!"; Χαίρε.
ΑπάντησηΔιαγραφή@Κεντρωτής: Παχυντικό είναι!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ lapsus digiti: Καταπληκτικό! Γουστάρω τέτοια!
ΑπάντησηΔιαγραφή