Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

ΒΑΓΙΕΧΟ

 



PABLO NERUDA

 

Β.

 

Ὑποφέρω γιὰ τὸν φίλο ποὺ πέθανε

καὶ ποὺ ἦταν σὰν κι ἐμένα καλὸς μαραγκός.

Μαζὶ σὲ τραπέζια καὶ δρόμους πηγαίναμε,

σὲ πολέμους, σὲ πόνους καὶ πέτρες.

Πῶς τοῦ μεγάλωσε τὸ βλέμμα

μαζί μου, ἤτανε ὅλος λάμψη ὁ κοκαλιάρης ἐκεῖνος,

καὶ τὸ χαμόγελό του μοῦ ἔγινε ἐμένα ψωμί,

σταματήσαμε νὰ βλεπόμαστε καὶ ὁ Β. θαβόταν λίγο-λίγο

μέχρι ποὺ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ μείνει μέσα στὸ χῶμα.

Κι ἔκτοτε οἱ ἴδιοι ἐκεῖνοι

ποὺ τὸν στρύμωχναν ὅσο ζοῦσε

τὸν ντύνουν, τὸν ξεσκονίζουν,

τὸν παρασημοφοροῦν, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ εἶναι νεκρός,

καὶ ἐνῶ κοιμᾶται ὕπνο ἀνεξύπνητο,

τὸν ὁπλίζουν τὸν καημένο μὲ τ’ ἀγκάθια τους

καὶ τὸν στέλνουν ἐναντίον μου, νὰ μὲ σκοτώσει,

γιὰ νὰ δοῦν ποιός ἀξίζει περισσότερο: ὁ φτωχός μου νεκρὸς

ἢ ἐγώ, ὁ ζωντανὸς ἀδελφός του.

Καὶ τώρα ψάχνω νὰ βρῶ σὲ ποιόν νὰ πῶ αὐτὰ τὰ πράγματα

καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ καταλάβει αὐτὲς τὶς ἀθλιότητες,

αὐτὸ τὸ τάισμα τῆς πίκρας:

λείπει ἕνας μεγάλος

καὶ δὲν χαμογελάει πιά.

Ἔχει πεθάνει καὶ δὲν βρίσκω σὲ ποιόν νὰ πῶ

πὼς τίποτα τελικὰ δὲν θὰ μπορέσουν,

τίποτα δὲν πρόκειται νὰ καταφέρουν:

αὐτός, στὴν ἐπικράτεια τοῦ θανάτου του ὄντας,

μὲ τὰ ἔργα του ὁλοκληρωμένα,

κι ἐγὼ μὲ τὶς δικές μου δουλειές,

παραμένουμε κι οἱ δυό μας φτωχοὶ μαραγκοί

μὲ δικαίωμα νὰ τιμᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,

μὲ δικαίωμα στὴ ζωὴ καὶ στὸν θάνατο.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Περιλαμβάνεται στὴν ποιητικὴ συλλογή Estravagario (1958).

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου