PABLO NERUDA
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ: ΝΕΡΟΥΔΑ ΚΑΙ ΣΕΦΕΡΗΣ
Τὸ βραβεῖο Νόμπελ ποὺ πῆρα ἔχει μακρὰ ἱστορία. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἐμφανιζόταν τὸ ὄνομά μου ὡς ὑποψηφίου, χωρὶς ὅμως αὐτὴ ἡ φήμη νὰ ἀποκρυσταλλωθεῖ σὲ κάτι ἁπτό.
Τὸ 1963 τὸ πράγμα ἦταν σοβαρό. Τὰ ραδιόφωνα ἔλεγαν καὶ ξανάλεγαν ὅτι τὸ ὄνομά μου συζητιόταν σταθερὰ στὴ Στοκχόλμη καὶ ὅτι ἐγὼ θὰ ἤμουν ὁ πιθανότερος νικητὴς ἀνάμεσα στοὺς ὑπψήφιους γιὰ τὴν ἀπονομή του. Τότε ἡ Ματίλδε κι ἐγὼ θέσαμε σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο ὑπ᾽ ἀριθμὸν τρία ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἐν οἴκω ἄμυνά μας. Περάσαμε ἕνα μεγάλο λουκέτο στὴν παλιά μας μαντρόπορτα στὴν Ἴσλα Νέγρα, ἀφοῦ εἴχαμε ἐφοδιαστεῖ τρόφιμα καὶ κόκκινο κρασί. Μὲ τὴν προοπτικὴ τοῦ μοναστικοῦ ἐγκλεισμοῦ μας προμηθεύτηκα καὶ μερικὰ ἀστυνομικὰ μυθιστορήματα τοῦ Σιμενόν.
Οἱ δημοσιόγράφει κατέφθασαν χωρὶς χρονοτριβή. Τοὺς κρατήσαμε σὲ ἀπόσταση. Δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουν τὴ μαντρόπορτα, ἀσφαλισμένη καθὼς ἦταν μ᾽ ἕνα τεράστιο μπρούντζινο λουκέτο ποὺ ἦταν καὶ ὄμορφο καὶ δυνατό. Σὰν τὶς τίγρεις τριγύριζαν πίσω ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ περίβολο. Τί εἶχαν κατὰ νοῦν; Καὶ τί νὰ τοὺς ἔλεγα ἐγὼ γιὰ μιὰ συζήτηση, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν μόνο σουηδοὶ ἀκαδημαϊκοὶ στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου; Οἱ δημοσιογράφοι, ὡσόσο, δὲν ἔκρυβαν τὶς προθέσεις τους: ἤθελαν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴ μύγα ξύγκι.
Ἡ ἄνοιξη εἶχε ἀργήσει νὰ ρθεῖ στὶς ἀκτὲς τοῦ Νότιου Εἰρηνικοῦ. [...] Θὰ μιλήσω, τέλος, γιὰ τὶς δόκες. Δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχουν σὲ ἄλλα μέρη αὐτὰ τὰ φυτὰ, ποὺ πολλαπλασιάζονται δισεκατομμύρια φορές, καὶ ποὺ σέρνουν τὰ τριγωνικά τους δάχτυλα πάνω στὴν ἄμμο. Ἡ ἄνοιξη γέμισε αὐτὰ τὰ πράσινα χέρια μὲ περιέργα δαχτυλίδια στὸ χρῶμα τοῦ ἀμάραντου. Οἱ δόκες ἔχουν ὄνομα ἑλληνικό: λέγονται ἀειζωοειδῆ. Ἡ Ἴσλα Νέγρα λάμπει καὶ ἡ λάμψη της αὐτὲς τὶς ὕστερες ἡμέρες τῆς ἄνοιξης δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὰ ἀειζωοειδῆ ποὺ προελαύνουν μοιάζοντας μὲ εἰσβολὴ ἀπὸ θαλάσσης καὶ ποὺ εἶναι σὰν ἀπόπνοια πράσινης θαλασσοσπηλιᾶς, σὰν τὸν χυμὸ τῶν πορφυρῶν σταφυλιῶν που ἔχει συνάξει στὸ κελάρι του ὁ μακρινὸς Ποσειδώνας.
Τὸ ραδιόφωνο, ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ στιγμή, μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι τὸ διάσημο βραβεῖο ἀπονέμεται σὲ ἕναν καλὸ ἑλληνα ποιητή. Οἱ δημοσιογράφοι μετανάστευσαν. Ἡ Ματίλδε κι ἐγὼ βρήκαμε ἐπιτέλους τὴν ἡρεμία μας. Μὲ ἐπισημότητα ἀποσύραμε τὸ μεγάλο λουκέτο ἀπὸ τὴν παλιὰ μαντρόπορτα, γιὰ νὰ συνεχίζει νὰ μπαίνει ὅλος ὁ κόσμος σπίτι μου, χωρὶς προειδοποίηση καὶ χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ πεῖ τὸ ὄνομα του κανένας.
Τὸ ἀπόγευμα ἦρθε νὰ μὲ δεῖ ὁ πρέσβης τῆς Σουηδίας. Μοῦ ἔφεραν ἕνα καλάθι μὲ κρασιὰ καὶ ντελικατέσεν. Τὰ εἶχαν ἑτοιμάσει γιὰ νὰ γιορτάσουμε τὸ βραβεῖο Νόμπελ, ἀφοῦ ἦταν ὑπερβέβαιοι ὅτι θὰ τὸ ἔπαιρνα ἐγώ. Δὲν μᾶς ἔλειψε τὸ κέφι, καὶ ἤπιαμε καὶ στὴν ὑγειὰ τοῦ Γιώργου Σεφέρη, τοῦ ἕλληνα ποιητῆ ποὺ τὸ εἶχε κερδίσει. Ἀποχαιρετώντας με ὁ πρέσβης μὲ πῆρε κατὰ μέρος καὶ μοῦ εἶπε:
«Οἱ δημοσιογράφοι εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ἔλθουν νὰ μοῦ ζητήσουν συνέντευξη· μόνο ποὺ ἐγὼ δὲν ἔχω ίδέα ἐπὶ τοῦ θέματος. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πεῖτε ποιός εἶναι ὁ Σεφέρης;»
«Οὕτε κι ἐγὼ τὸν ξέρω», τοῦ ἀπάντησα μὲ εἰλικρίνεια.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου