PABLO NERUDA
Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΡΟΧΑΣ ΧΙΜΕΝΕΘ ΚΑΤΑΦΘΑΝΕΙ ΠΕΤΩΝΤΑΣ
Ἀπὸ φτερὰ ποὺ σκιάζουν καὶ ἀπὸ νύχτες μέσα,
ἀναμεσὶς ἀπὸ μανόλιες καὶ τηλέφωνα,
ἀπὸ ἄνεμο τοῦ Νότου, τοῦ Λεβάντε ναῦτες
πετώντας φτάνεις.
Ἀπὸ τοὺς τύμβους κάτω, κάτω ἀπὸ τὶς στάχτες,
καὶ κάτω ἀπὸ τὰ παγωμένα σαλιγκάρια
καὶ κάτω ἀπὸ τὰ τελυταῖα νερὰ τῆς γῆς μας.
πετώντας φτάνεις.
Καὶ παρακάτω, μέσα σὲ τυφλὰ φυτὰ μὲ
πνιγμένα κοριτσόπουλα, σπασμένα ψάρια,
ἀκόμα δὲ πιὸ κάτω, ἀνάμεσα σὲ νέφη,
πετώντας φτάνεις.
Πίὸ πέρα ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὰ κόκαλα
πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν ἄρτο, πέρα ἀπὸ τὸν οἶνο,
πιὸ πέρα ἀπ᾽ τὴ φωτιά, ἀπὸ τὸ πῦρ τ᾽ ὁλόφλογο
πετώντας φτάνεις.
Πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ ξίδι, πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο,
ἀνάμεσα σὲ σήψη καὶ καλὲς βιολέτες,
μὲ μιὰ φωνὴν οὐράνια καὶ μὲ ὑγρὰ παπούτσια
πετώντας φτάνεις.
Πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ δημαρχεῖα, τὰ φαρμακεῖα,
πιὸ πάνω ἀπὸ τροχοὺς καὶ δικηγόρους, πλοῖα,
καὶ δόντια κόκκινα προσφάτως τσακισμένα
πετώντας φτάνεις.
Σὲ πόλεις πάνω μὲ τὶς στέγες βουλιαγμένες
ἐκεῖ ὅπου γιγαντιαῖες χτενίζονται γυναῖκες
μὲ χοῦφτες δίπηχες καὶ μὲ χαμἐνα χτένια,
πετώντας φτάνεις.
Μὲς στὰ κρασοπουλειὰ ἀβγαταίνει ὁ οἶνος,
μὲ χέρια λασπωμένα καὶ χλιαρὰ καὶ βεβαίως
μὲ χέρια ἀργὰ σιαγμένα ἀπὸ μαδέρι κόκκινο,
πετώντας φτάνεις.
Ἀπὸ χαμένους ἀεροπόρους ἀνάμεσα,
καὶ στὰ κανάλια δίπλα-δίπλα καὶ στοὺς ἴσκιους,
καὶ δίπλα σὲ βραγιὲς πολλῶν θαμμένων κρίνων,
πετώντας φτάνεις.
Ἀναμεσὶς ἀπ᾽ τὶς πικρόχλομες μπουκάλες,
ἀνάμεσα σὲ δαχτυλίδια δυστυχίας καὶ γλυκάνισου,
σηκώνοντας τὰ χέρια σου καὶ πάντα κλαίγοντας,
πετώντας φτάνεις.
Ἀπὸ ὀδοντογιατροὺς καὶ ἀπὸ συγκλήτους πάνω,
ἐπάνω ἀπὸ σινεμαδάκια, τοῦνελ καὶ ἀφτοῦκλες,
μὲ νέον ἔνδυμα, μὲ κάτι σβησμένα μάτια,
πετώντας φτάνεις.
Ἀπὸ τὸ δίχως τοίχους κοιμητήριό σου,
ἐκεῖ ὅπου οἱ ναυτικοὶ πλανῶνται καὶ μπερδεύονται,
σὰν πέφτει μέσα τοῦ θανάτου σου ἡ βροχούλα,
σὰν πέφτουν μέσα τὸ μεδούλι καὶ τὸ γέλιο σου,
πετώντας φτάνεις.
Ἀπὸ τὶς πέτρες πάνω τρέχοντας ποὺ ἀλέθεις
χειμῶνες, χρόνους, ἐποχές, ἐνιαυτούς, καὶ
ἐνῶ ἡ καρδιά σου κατεβαίνει στάλα-στάλα,
πετώντας φτάνεις.
Δὲν εἶσαι ἐκεῖ, μόνο εἶσαι μέσα στὸ τσιμέντο,
στὶς μαῦρες τὶς καρδιὲς τῶν συμβολαιογράφων,
στὰ μαῦρα κόκαλα τῶν φρενιασμένων τζόκερ:
πετώντας φτάνεις.
Θαλασσοπαπαρούνα μου καὶ συγγενή μου,
κιθαριστὴ ντυμένε μέλισσες, ἀμέλησες!
— δὲν εἶναι ἀλήθεια τόση σκϊὰ μὲς στὰ μαλλιά σου:
πετώντας φτάνεις.
Δὲν εἶναι ἀλήθεια τόση σκιὰ νὰ σὲ κατέχει,
δὲν εἶναι ἀλήθεια τόσα περιστέρια ψόφια,
καὶ τόσα σκοῦρα μέρη μὲ λυγμοὺς καὶ θρήνους:
πετώντας φτάνεις.
Ὁ μαῦρος ἄνεμος ἀπ᾽ τὸ Βαλπαραΐσο
ἀνοίγει τὰ φτερά του —ἀφροὶ καὶ κάρβουνο εἶναι—
γιὰ νὰ σαρώσει τὰ οὐράνια ὅπου διαβαίνεις:
πετώντας φτάνεις.
Ὑπάρχουνε καράβια καὶ νεκρὸ μπουγάζι,
σφυρίγματα, καὶ μῆνες, καὶ μιὰ μυρουδίτσα
πρωινοῦ βροχῆς καὶ βρόμικων ψαριῶν βρεγμένων:
πετώντας φτάνεις.
Ὑπάρχει ρούμι, ἐσὺ κι ἐγώ, ἡ καρδιά μου, καὶ κλαίω,
κανείς, καὶ τίποτα ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ ἀνεμόσκαλα
σπασμένωνε βημάτων, κι ἕνα ἐκεῖ ἀλεξιβρόχιο:
πετώντας φτάνεις.
Ἡ θάλασσα. κατέρχομαι τὴ νύχτα καὶ σ᾽ ἀκούω
πετώντας νά ᾽ρχεσαι ἀποκάτω της χωρὶς κανέναν,
ἀποκάτω ποὺ μὲ κατοικεῖ, μὲς στὰ σκοτάδια:
πετώντας φτάνεις.
Ἀκούω τὰ φτερά, τὸ βόμβο, τὴν ἀργή σου πτήση
καὶ τὸ νερὸ τῶν πεθαμένων μὲ χτυπάει
σὰν περιστέρια μουλιασμένα καὶ τυφλά: ἐσὺ
πετώντας φτάνεις.
Πετώντας φτάνεις, μόνος, ὁλομόναχος, ἐ-
σὺ μόνος σίμωσες ἐν μέσω τῶν νεκρῶν μας,
πετώντας φτάνεις ἐσύ, ἀνώνυμος καὶ ἀνίσκιος
καὶ δίχως ζάχαρη, χωρὶς ροδῶνες, στόμα
πετώντας φτάνεις.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Περιλαμβάνεται στὴν ποιητικὴ συλλογή Residencia en la tierra (1933, 1935, 1947).
Στό: Πάμπλο Νερούδα, Στὰ χθόνια δώματα, μετάφραση Γιῶργος Κεντρωτής, ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 2007, σσ. 137-140.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου