PABLO NERUDA
ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΣΤΟΝ ΕΙΡΗΝΙΚΟ ΩΚΕΑΝΟ ΤΟΝ 1968
Έσάρωσε ἡ μεγάλη τρικυμία
τὶς σημαδοῦρες ὅλες τῆς ἀκτῆς:
μπορεῖ νά ᾽ταν τ᾽ ὄνειρο τῆς θάλασσας,
ὁ δυναμίτης τῆς ἀβύσσου:
ὄντως δὲν ὑπάρχουν λόγια
τὸ ἴδιο σκληρὰ μὲ τὰ κύματα,
κι οὔτε ἔχει τόσα δόντια ὁ κόσμος
ὅσα καὶ ἡ μανία τῆς θάλασσας.
Ὅταν τὸ διάδημά της ἡ θάλασσα
τυλίγεται, καὶ σκληραίνουν οἱ ἀσπίδες της
καὶ σηκώνονται οἱ πύργοι της,
ὅταν καλπάζει μὲ τὰ πόδια
χιλίων ἑκατομμυρίων ἀλόγων
καὶ μὲ κεφάλι φρενιασμένο
στῆς ἀστραπῆς τὴν πέτρα ρίχνεται,
λέει τότε ὁ μικρούλης ὁ ψαράς
τὸ βρεγμένο κοπανώντας στῆθος του,
δίχως ψυχομαχητὸ γιὰ νὰ πεθάνει:
«Θάλασσα μὲ τὰ ἄγχη σου, πικρὴ χελώνα,
τοῦ φονικοῦ ἐσὺ πανοπλία,
τοῦ πολύνεκρου πολέμου διαπασῶν,
πιάνο μὲ δόντια σαρκοβόρα,
τὶς ἄμυνές μου σήμερα τὶς γκρέμισες
μ᾽ ἕνα τῆς ὀργῆς σου ἀνθοπέταλο
καὶ σὰν πουλὶ ποὺ κροταλίζει
τραγούδαγες στὶς ξέρες πάνω».
Ἐδῶ εἶναι ἡ θάλασσα λένε τὰ μάτια,
μὰ μιὰ ζωὴ νὰ περιμένεις πρέπει
γιὰ νὰ τὴ ζήσεις ὣς τὸν θάνατο,
καὶ γιὰ βραβεῖο παίρνεις μιὰ θαλασσοταραχὴ
μὲ τέσσερις σταγόνες γρανιτένιες.
Τὴν Πούντα δὲλ Τρουένιο πέρασα
μαζεύοντας στὴ φάτσα μου ἁλάτι,
καὶ τοῦ ὠκεανοῦ εἶχα στὸ στόμα
τὴν καρδιά γεμάτη θύελλες:
τὸν εἶδα νὰ ξεσπάει ὣς τὸ ζενίθ,
τὰ οὐράνια νὰ δαγκώνει, νὰ τὰ φτύνει.
Σὲ κάθε του ριπὴ φοροῦσε
τὴν πολεμικὴ ἐξάρτυση τῆς μάχης,
τὰ δάκρυα ὅλα τοῦ κόσμου
κι ἕνα τρένο φίσκα στὰ λιοντάρια,
ἀλλὰ καὶ σὰν νὰ μὴν ἐφτάνανε ὅλα τοῦτα
σφεντόνιζε καὶ ὅ,τι εἶχε φτιάξει
καὶ τσάκιζε στὰ βράχια ἐπάνω
βροχὲς μὲ ἀγάλματα ψυχρὰ φορτίο.
Ὤ, ἐσὺ στερέωμα ἀνάστροφο,
ὦ ἀστέρια τοῦ νεροῦ κοχλάζοντα,
ὦ τῆς μνησικακίας τρικυμία,
εἶπα, κοιτάζοντας τὸ κάλλος
τῆς θάλασσας τῆς ἀνακατεμένης
σὲ μία μάχη δοσμένη στὴ στεριὰ
ἐνάντια στὴν πατρίδα μου
ποὺ συγκλονίζεται ἀπ᾽ τὸν ἀμείλικτο σεισμὸ
καὶ ἀπ᾽ τούς ἀφρούς, ἀπὸ τὶς ἄγνωστες βουλές τους.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου