ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΚΑΙ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
ἢ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΑΦΑΝΕΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
Τὸ 1955 ἡ Σοφία Βέμπο τραγούδησε τὸ τραγούδι τοῦ Μάνου Χατζιδάκι Τὸ φεγγάρι εἶναι κόκκινο, ποὺ περιλαμβάνεται στὸν δίσκο Στέλλα. Τοῦ συγκεκριμένου τραγουδιοῦ ὑπῆρξαν ἀργότερα καὶ ἄλλες ἐκτελέσεις, σημαντικότερη τῶν ὁποίων κρίνω ὅτι εἶναι αὐτὴ μὲ τὴν Νανὰ Μούσχουρη ἐν ἔτει 1960. Οἱ στίχοι τοῦ τραγουδιοῦ ἀνήκουν ἐπίσης στὸν συνθέτη του, τὸν Μάνο Χατζιδάκι. Ἂς τοὺς διαβάσουμε:
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
Τὸ φεγγάρι εἶναι κόκκινο
τὸ ποτάμι εἶναι βαθὺ
κι ἡ ἀγάπη μου στὰ χέρια σου
εἶναι κάτασπρο πουλί
Τὸ φεγγάρι εἶναι πράσινο
τὸ ποτάμι εἶναι γαλάζιο
ἔλα ἀγάπη μου καὶ χόρεψε
ἴσαμ’ αὔριο τὸ πρωί
Τὸ φεγγάρι πῆγε κι ἔπεσε
στὸ ποτάμι τὸ βαθὺ
κι ἡ ἀγάπη μου κιτρίνισε
σὰν τὴ φλόγα στὸ κερί
Διαβάζοντας αὐτοὺς τοὺς «ἁπλοὺς» στίχους ἀμέσως σοῦ ἔρχονται στὸν νοῦ σου «παρόμοιοι» στίχοι τοῦ Λόρκα, ἑνὸς ποιητῆ ποὺ ἔχει πολυμεταφραστεῖ στὰ ἑλληνικά καὶ ποὺ ἔχει ἀγαπηθεῖ,... ποὺ ἔχει σχεδὸν λατρευτεῖ στὴν Ἑλλάδα τόσο πολύ, ὥστε δὲν εἶναι ὑπερβολή, ἂν ποῦμε ὅτι τὸν θεωροῦμε δικό μας, ἕλληνα. Ἀπὸ τὸ μέγα πλῆθος τῶν λορκιανῶν μεταφράσεων στὰ ἑλληνικὰ θέλω ἐδῶ νὰ ξεχωρίσω ὄχι μόνο αὐτὲς τοῦ Νίκου Γκάτσου,[1] ποὺ ἤδη ἀνέφερα, καὶ τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη,[2] ἀλλὰ καὶ αὐτὲς τοῦ Νίκου Σημηριώτη, ποὺ ἔγιναν μάλιστα —ὅπως τονίζεται στὴ σχετικὴ ἔκδοση— ἀπὸ τὸ ἱσπανικὸ πρωτότυπο.[3]
Τὰ λόγια τοῦ τραγουδιοῦ μὲ τὸ φεγγάρι, μὲ τὰ διαδοχικὰ χρώματα ποὺ παίρνει, μὲ τὸ ποτάμι ποὺ εἶναι βαθύ, καὶ μὲ τὸ κερί, ποὺ εἶναι χλομό, παραπέμπουν σὲ θέματα κατ᾽ ἐξοχὴν λορκιανά: πόσα καὶ πόσα ποιήματα τοῦ Λόρκα δὲν περιέχουν τὰ χρώματα αὐτὰ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς λέξεις αὐτές; — πλῆθος μέγα! Ἐπιλέγω μερικὰ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα, διευκρινίζοντας ὅτι οἱ μεταφράσεις τῶν στίχων εἶναι δικές μου, παρμένες ἀπὸ ἤδη τελειωμένα μεταφράσματα, ποὺ ὅμως δὲν ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀκόμα σὲ χωριστὸ βιβλίο.
Ξεφυλλίζοντας τὰ ποιητικὰ ἔργα τοῦ Λόρκα, στὴν ἀρχὴ-ἀρχή, στὴν ἑνότητα Libro de poemas (Βιβλίο ποιημάτων, 1921), καὶ στὸ ποίημα Veleta, παναπεῖ Ἀνεμοδούρα, πέφτουμε στὸν στίχο Pones roja la luna, ποὺ τὸν ἔχουμε γιὰ τὴν περίσταση μεταφράσει Κόκκινο βάνεις τὸ φεγγάρι.[4] Καὶ λίγο παρακάτω, στὸ ἐκτενὲς ποίημα Elegía a doña Juana la Loca (Ἐλεγεῖο γιὰ τὴν Ἰωάννα τὴν τρελή) διαβάζουμε τὸν στίχο para mirar la luna bordada sobre el río, δηλαδή: νὰ βλέπεις τὸ φεγγάρι στὸ ποτάμι κεντημένο. Στὴν ἴδια ἑνότητα ἀνήκει καὶ τὸ ποίημα Paisaje (Τοπίο), ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσποῦμε τοὺς ἀκόλουθους τρεῖς στίχους, μὲ τοὺς ὁποίους καὶ τελειώνει:
Ya es de noche y las estrellas
clavan puñales al rio
verdoso y frio.
Ἔχει νυχτώσει πιὰ καὶ τ᾽ ἄστρα ὅλα
τὸ πράσινο ποτάμι μαχαιρώνουν
καὶ τὶς δροσιές του ζώνουν.
Στὴν ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ 1922 Primeras canciones (Πρῶτα τραγούδια) διαβάζουμε τὸ Μισοφέγγαρο:
MEDIA LUNA
La luna va por el agua.
¡Como está el cielo tranquilo!
Va segando lentamente
el temblor viejo del rio
mientras que una rana joven
la toma por espejito.
ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟ
Τὸ φεγγάρι πηγαίνει μέσ᾽ ἀπ᾽ τὰ νερά.
Τί γαλήνιος, ἄχ, πού ᾽ναι ὁ οὐρανὸς ψηλὰ ἐπάνω!
Σιγὰ πάει! Τί σιγὰ ποὺ ὅλο πάει καὶ θερίζει
τὴν τρεμούλα τὴ γριὰ τοῦ μικροῦ ποταμιοῦ —
καὶ πῶς ἕνα κλαράκι μικρούλι, ἀγοράκι,
πῶς γελιέται καὶ τὸ περνᾶ γιὰ καθρεφτάκι.
Στὴν ἴδια συλλογὴ περιλαμβάνονται καὶ τὰ Nocturnos de la ventana, τὰ Νυκτερινὰ στὸ παραθύρι. Ἀπὸ τὰ συνολικῶς τέσσερα ἄτιτλα ποιήματα τῆς ἑνότητας αὐτῆς διαβάζουμε τὸ πρῶτο:
Alta va la luna.
Bajo corre el viento.
(Mis largas miradas
exploran el cielo.)
Luna sobre el agua.
Luna bajo el viento.
(Mis cortas miradas
exploran el suelo.)
Las voces de dos niñas
venían. Sin esfuerzo,
de la luna del agua,
me fui a la del cielo.
Ψηλὰ ἀνεβαίνει τὸ φεγγάρι
καὶ κάτω τρέχει ὁ ἄνεμος.
(Οἱ ἀργόσυρτες ματιές μου ἐμένα
τὸν οὐρανὸ ἐξερευνοῦν.)
Φεγγάρι πάνω ἀπ᾽ τὰ νερά,
φεγγάρι κάτω ἀπ᾽ τὸν ἀέρα.
(Οἱ πεταχτὲς ματιές μου ἐμένα
τὸν οὐρανὸ ἐξερευνοῦν.)
Δυὸ κοριτσιῶν φωνὲς ἐφτάναν
στ᾽ ἀφτιά μου. Κι ἔτσι δίχως κόπο
ἀπ᾽ τὸ φεγγάρι τοῦ νεροῦ
ἐπῆγα στ᾽ ἄλλο τ᾽ οὐρανοῦ.
Τὸ Canción del jinete, τὸ Τραγούδι τοῦ καβαλάρη, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παγκοσμίως διασημότατα ποιήματα τοῦ Λόρκα. Στὴν Ἑλλάδα ἔχει τραγουδηθεῖ μοναδικὰ ἀπὸ τὸν Γιάννη Πουλόπουλο σὲ στίχους τοῦ Λευτέρη Παπαδόπουλου καὶ μὲ μουσικὴ τοῦ Γιάννη Γλέζου. Ἀνήκει καὶ αὐτὸ στὰ Πρῶτα τραγούδια.[5] Ἰδού:
CANCIÓN DEL JINETE
Córdoba.
Lejana y sola.
Jaca negra, luna grande,
y aceitunas en mi alforja.
Aunque sepa los caminos
yo nunca llegaré a Córdoba.
Por el llano, por el viento,
jaca negra, luna roja.
La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.
¡Ay qué camino tan largo!
¡Ay mi jaca valerosa!
¡Ay que la muerte me espera
antes de llegar a Córdoba!
Córdoba.
Lejana y sola.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ
Κόρδοβα.
Μακρινὴ καὶ μόνη.
Ἀλογάκι μαῦρο, φεγγάρι μεγάλο,
κι ἐλιὲς μέσα στὸ τάιστρο.
Ἀγκαλὰ ξέρω τὸ δρόμο, ἄχ,
ποτὲ δὲν θὰ φτάσω στὴν Κόρδοβα.
Στὰ χωράφια, στοὺς ἀνέμους,
ἀλογάκι μαῦρο, φεγγάρι κόκκινο.
Ὁ χάρος μὲ φερμάρει
ἀπὸ τοὺς πύργους τῆς Κόρδοβας.
Ἄχου, δρόμε μου ἐσὺ μακριὲ καὶ ἀτέλειωτε!
Ἄχου, ἀλογάκι μου γενναῖο!
Ἄχ, ὁ χάροντας μὲ περιμένει
προτοῦ νὰ φτάσω ἐγὼ στὴν Κόρδοβα!
Κόρδοβα.
Μακρινὴ καὶ μόνη.
Στὸν Ἀτσίγγανο τραγουδιστή,[6] στὸ Romancero gitano, καὶ δὴ ἀπὸ τὸ ἑνδέκατο ποίημα ποὺ τιτλοφορεῖται Prendimiento de Antoñito el Camborio en el camino de Sevilla, δηλαδὴ Σύλληψη τοῦ Ἀντονίτο Ἐλ Καμπορίο στὸ δρόμο ποὺ πάει στὴ Σεβίλλη, ἀποσπῶ τοὺς ἑπόμενους στίχους:
Moreno de verde luna
anda despacio y garboso.
Sus empavonados bucles
le brillan entre los ojos.
Πρασινομελαψὸ φεγγάρι,
ἀλαφροπάτητος καὶ ὡραῖος.
Μὲς στὸ μπριγιὸλ τὶς μποῦκλες του ἔχει —
γυαλίζουν πέφτοντας στὰ μάτια.
Καὶ τελειώνοντας, γιὰ νὰ βάλουμε καὶ τὸ κίτρινο χρῶμα στὸ παιχνίδι, ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὴν μεταθανατίως ἐκδοθεῖσα συλλογή Suitas, δηλαδὴ Σουίτες, καὶ ἀπὸ τὴν ἑνότητα En el jardín de las toronjas de luna, δηλαδὴ Στὸν κιτρόκηπο τοῦ φεγγαριοῦ, τοὺς παρακάτω δύο στίχους ἀπὸ τὸ ποίημα Detrás de la puerta ríen / Γελᾶνε ἀπὸ τὴν πόρτα πίσω:
.....................
Στὸ δάσος τὸ ἀδιαπέραστο πηγαίνω
πού ᾽χει φεγγαρίσια κίτρα.
Ξεφυλλίσαμε ἐπὶ τροχάδην τὰ ποιήματα τοῦ Λόρκα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπιλεγμένους στίχους διαπιστώσαμε τὴ συγγένεια μὲ αὐτοὺς τῶν στίχων του τραγουδιοῦ τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, γιὰ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἕνα κατασταλαγμένο μετάφρασμα μιᾶς —ὄχι τυχαίας, ἀλλὰ δεσπόζουσας— ἄποψης τοῦ λορκιανοῦ ποιητικοῦ ἔργου, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ἐν ὅλῳ ὡς πρωτότυπο: ὡς ἕνα ἀφανὲς πρωτότυπο. Ἐδῶ, μάλιστα, ἴσως ἡ δημιουργὸς τοῦ ποιήματος να μὴν τὸ εἶχε συνειδητοποιήσει κάν, ὅταν τὸ συνέθετε: σὰν νὰ τοῦ εἶχε περαστεῖ ἀταβιστικὰ ἀπὸ τὰ διαβάσματά του ἕνα κλίμα ἀνδαλουσιάνικο ποὺ νὰ τὸν ἔκανε μέτοχο τῆς οὐσίας του: σὰν νὰ συν-κινήθηκε.
Δὲν θέλω νὰ πῶ περισσότερα καὶ δὲν πρέπει νὰ πῶ περισσότερα — οὐκ ὀλίγες φορὲς ἡ μεταγενέστερη «φιλολογία», στὸν παθιασμένο ἀγώνα της νὰ φωτίσει παντοιοτρόπως ποιητικὰ κείμενα, καταφέρνει ἐν τέλει νὰ σβήνει τὸ φῶς τους, νὰ τὰ ἀμαυρώνει. Μακρὰν ἐμοῦ κάτι τέτοιο! Θὰ προσθέσω ἁπλῶς, κλείνοντας, ὅτι καὶ ὁ Μάνος Ἐλευθερίου ἔχει γράψει μερικὰ «λορκιανὰ» ποιήματα.[7] Καὶ γιὰ νὰ εἶναι τὸ κλείσιμο τούτου τοῦ κειμένου τόσο ποιητικὸ ὅσο ταιριάζει στὸν Λόρκα καὶ στὸν Χατζιδάκι, παραθέτω ἕνα —ἂς ποῦμε— «συγγενικὸ» λόγῳ τοῦ παιχνιδιοῦ μὲ τὰ χρώματα ποίημα τοῦ Γιάννη Ρίτσου:
Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ[8]
Ἔβρεξε τὸ χέρι της στὴ θάλασσα.
Ἔγινε γαλάζιο.
Τῆς ἄρεσε.
Ἔπεσε ὁλόγυμνη στὴ θάλασσα.
Ἔγινε γαλάζια.
Γαλάζια κι ἡ φωνή της κι ἡ σιωπή της.
Ἡ γαλάζια γυναίκα.
Ὅλοι τὴ θαύμασαν.
Κανεὶς δὲν τὴν ἀγάπησε.
Σάμος, Αὔγουστος 1966
[1] Νίκος Γκάτσος, Θέατρο καὶ ποίηση, σσ. 157-169 [: Θρῆνος γιὰ τὸν Ἰγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας] .
[2] ὈδυσσέαςἘλύτης, Δεύτερη γραφή, σσ. 167-182
[3] Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, 1964.
[4] Βλ. καὶ τὴ μετάφραση τοῦ Νίκου Σημηριώτη στό: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, σσ. 35 ἐπ. [: Ἀνεμοδείχτης].
[5] Βλ. καὶ τὴ μετάφραση τοῦ Νίκου Σημηριώτη στό: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ποιήματα, σ. 68 [: Τραγούδι τοῦ καβαλλάρη].
[6] Τὸ Ἀτσίγγανος τραγουδιστὴς εἶναι μία ἀπὸ τὶς δυνητικὲς καὶ νόμιμες μεταφράσεις τοῦ τίτλου Romancero gitano. Δὲν κρύβω ὅτι μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ τὸ Τσιγγάνικο τραγουδιστάρι τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου καὶ τὸ Τσιγγάνικο Ρομανθέρο τοῦ Ἠλία Ματθαίου, ἀείμνηστων φίλων μου ἀμφορέρων.
[7] Ἐνδεικτικῶς: Μάνος Ἐλευθερίου, Τὰ λόγια καὶ τὰ χρόνια, σσ. 120 [: Στοῦ Πικραμένου τὴν αὐλή], 169 [: Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη] καὶ 176 [: Θάνατος ἀπὸ καημό]. Βλ. ἐπίσης: Μάνος Ἐλευθερίου, Τὸ νεκρὸ καφενεῖο, σ. 48 [: Τὸ μάτι τῆς βελόνας]:
Διαμάντια στὴν καρδιά. Τὴν πίεσή της
ὁ Λόρκα μὲ τ᾽ ἀηδόνια του ἀνεβάζει.
(Αὐτὸν πῶς τὸν θυμήθηκα μαζί της;)
Τραγουδᾶ: «Ἕνας σκύλος ποὺ σπαράζει».
[8] Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. Θ´, σ. 296. Ἀνήκει στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Μαρτυρίες, σειρὰ Γ´.
Το δημοσιευμένο κείμενο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου