JORGE LUIS BORGES
ΓΚΟΝΓΚΟΡΑ
Άρης, ο πόλεμος· και Φοίβος, ο ήλιος. Ποσειδώνας
η θάλασσα. Με ποιά να τήνε δω δικά μου μάτια;
Μου τά ’σβησε ο Θεός. Τέτοιες ληστείες και γινάτια
τον Θεό έχουν πια εξορίσει, που ’ναι τρεις και ένας, και αγώνας
στην άγρυπνη καρδιά μου. Η μοίρα μ’ έχει καταστρέψει
και με φορτώνει με μι’ απόκοσμη ειδωλολατρία.
Γυρνοβολάω μόνιμα μες στη μυθολογία.
Μα τίποτα! Ο Βιργίλιος μ’ έχει δια παντός γητέψει.
Αυτός και τα λατινικά του. Και όπως επροχώρει,
το μπέρδεμα του λαβυρίνθου του ήτανε σαν πόλη
πολλών φωνών συνυφασμένων και σαν περιβόλι
κλειστό στους όχλους που ’ναι κάτι μόλις με το ζόρι.
Να φεύγει μες στον χρόνο βέλος βλέπω: σαν ωραίος
να ’ν’ κρύσταλλος αδιάλυτος σε ρεύμα ξεχυμένο
και σαν μαργαριτάρια σε δάκρυ πονεμένο.
Ετούτο είναι το αλλόκοτο του ποιητή το χρέος.
Η φήμη τί με νοιάζει; Η δόξα ή και ο εμπαιγμός μου;
Την κόμη μου με ζωντανό τη στόλισα χρυσάφι.
Ποιός θα μου πει στο μυστικό αρχείο αν ό,τι εγράφη
του Θεού συμπεριέχεται και μνεία του ονόματός μου;
Στων ποταμών πραγμάτων επιστρέφω εγώ τη μόδα:
νερό, ψωμί, σταμνί επισκέπτομαι – και κάτι ρόδα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου