PAUL ELUARD
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΝΙΚΗΣ
Σὲ τοῦτον τὸν καιρὸ τὸν μοιρασμένο ἀνάμεσα στὴν καταιγίδα καὶ τὴν ἐλπίδα
Καιρὸ ἄσχημο καὶ καιρὸ ἐαρινὸ
Ἔγραψα τὸ ποίημα τοῦτο γιὰ νὰ συμφιλιωθῶ
Μὲ τὶς μορφὲς τοῦ ἔρωτα καὶ τὶς μορφὲς τοῦ βίου.
Ι
Ἡ νύχτα καὶ ὁ φόβος τῆς νύχτας ὅλες οἱ φλόγες τῆς νύχτας
Οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν γυμνῶν δοντιῶν καὶ τῶν βγαλμένων νυχιῶν
Τὰ ἀόριστα χρώματα ὁ καθρέφτης ποὺ ἐξατμίζει τὸ βραχνιασμένο ἀτλάζι
Αὐτὴ δὲν εἶχε γεννηθεῖ
Τὸ τοπίο ἔκλεινε σὰν βότσαλο
Οἱ ἄνθρωποι ξυπνοῦσαν κουρασμένοι δίχως μνήμη
Ὁ καπνὸς τῶν ὀνείρων τους ἐμόλυνε τὴν αὐγὴ
Αὐτὴ δὲν εἶχε γεννηθεῖ
Κανεὶς δὲν τὴν ἐγνώριζε
Ἡ αἰδὼς ἦταν μεθυσμένη ἀτιμασμένη
Ὁ πλοῦτος τὴ βλακεία ἐλάτρευε
Τὸ κάλλος ἡ εὐσπλαχνία πολυτελεῖς ἐπότιζαν ὀστεοθῆκες
Αὐτὴ δὲν εἶχε γεννηθεῖ
Κανεὶς δὲν τὴν ἐγνώριζε
Τὰ μάτια της ἦσαν κλειστὰ
Ἔτρεμε ἡ βραχνὴ σάρκα στὸ ἀμίλητο ψύχος
Καὶ γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ ὁ πόνος στοχαζόταν
Ἀπὸ τὶς φλέβες τῆς νύχτας ἀνέβαινε ἕν᾽ ἀδιάλυτο αἶσχος
Αὐτὴ δὲν εἶχε γεννηθεῖ
Κανεὶς δὲν τὴν ἐγνώριζε
Τὰ μάτια της ἦσαν κλειστὰ
Αὐτὴ ὅμως ἦταν ἤδη ὄρθια ἀπέναντι στὸν θάνατο ἀπέναντι στὴ νύχτα.
ΙΙ
Αὐτὴ ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα
Νὰ εἶναι γλυκιὰ ὅπως μές στὰ χορτάρια
Τὸ ταπεινὸ κάποιας πηγῆς τὸ μάτι
Αὐτὴ ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα
Νά ᾽ναι σταθερότερη καὶ ἀπὸ στοχασμὸ
Ποὺ πολεμάει γιὰ νὰ ὑπάρχει
Σκληρότερη ἀπὸ τὴ ζωὴ
Ἀνἀμικτη μὲ ἐλπίδα
Σπόρος ἀνθέων μαραμένων
Αὐτὴ ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα
Νὰ τῆς φεύγει ὅ,τι δίνεται
Στὴ φύση καὶ στὸν ἄνθρωπο
Ὅ,τι δίνεται σιωπηλὰ
Μὲ χειρονομίες καὶ λόγια
Γυναίκα ζωγραφίζω
Μιὰ μητέρα σύμφωνη
Μὲ τοῦ παρελθόντος μεγάλη μέρα
Καὶ ἴσαμε τὸν μαρασμό της
Ἴσαμε τὸ ξανάνθισμά της
Τὴ βλέπω μὲ τὰ ἐλαττώματά της
Σὰν σταριοχώραφο διάφανη
Αὐτὴ σβήνει τὸ ψύχος
Στὸ χῶμα φυτρώνει ἡ νιότη
Δὲν ὑπάρχει ἄνθος δίχως ρίζες
Τὸ παιδὶ εἶναι κρεμασμένο στὸ στῆθος τῆς μητέρας του.
ΙΙΙ
Καὶ ἡ μητέρα γίνεται ὁλόκληρη μητέρα καὶ χωρὶς ντροπὴ
Ὅμοια μὲ δαχτυλίδι
Γεμάτη σάρκα
Ὅμοια μὲ τὸ ἰδανικὸ ξέφωτο στὴν ὄαση τοῦ δάσους
Μὲ τὸν ὁρίζοντα τῆς βλάστησης νά ᾽ναι γύρω ἀπὸ ἕναν καρπό
Δαχτυλίδι ἦταν αὐτὴ ὅμοιο μὲ δαχτυλίδι
Δαχτυλίδι τῆς καρδιᾶς τοῦ σώματος τοῦ ματιοῦ καὶ τοῦ χεριοῦ
Τῆς κοιλιᾶς καὶ τῆς ὠχρῆς σελήνης τοῦ μεσημεριοῦ
Τὸ ἀνθρώπινο αἷμα μέσα της ζωγράφιζε τὸν κόσμο
Ἔγινε πρίσμα καὶ ἡ φωνή του χῶρος διάστημα
Φτερὰ ἀνοιγμένα διάπλατα διάστιζαν τὸ γέλιο της
Τὸ τραγούδι της ἀντηχοῦσε πολὺ ψηλὰ τὸ προφανὲς καὶ τὸ παράδειγμα
Ὀνομάτιζε μὲ τὴν πρώτη κάθε ὁμολογημένη μορφὴ
Ἡ καμπύλη τοῦ μπράτσου της ἀνέπτυσσε τὸ ἀγκάλιασμά της
Καὶ τὸ παιδικό της στόμα καταργοῦσε τὴν ἄγνοια
Ἡ ἴσια ράχη καὶ οἱ γοφοί της τῆς ἦσαν στυλοβάτες
Καθιστὴ ἦταν σοφὴ καὶ γιὰ κατασκευὲς μιλοῦσε
Ὄρθια ἔμοιαζε νὰ ἐκμηδενίζει τὸ κενὸ
Οἱ κόρες τῶν ματιῶν της ἀπὸ τὸ ὁμογενὲς πλυμένες φῶς
Ξανάφερναν κόσμο τὴν ἔρημο νὰ ἐγκατοικήσει τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ἐντόμων
Ἐντόμων καὶ πουλιῶν σκιούρων καὶ πιθήκων
Ὅλων τῶν ζώων τοῦ ἀέρα ποὺ διασκεδάζουν
Καὶ ἄτακτων παιδιῶν ποὺ τό ᾽σκασαν ἀπ᾽ τὴν εἱρκτή τους
Ὄρθια εἶχε τὸν ἀέρα νὰ συνθέτει τὰ παιχνίδια
Ποὺ παίρνουν γιὰ λευκὸ ψωμὶ καὶ γιὰ χρυσάφι τῶν αἰσθήσεων τὰ θαύματα
Σχεδιάζοντας σὲ δύο στόματα φιλιὰ ἰσοδύναμα
Κούρντιζε τὴν καρδιά της στὸν χρόνο ποὺ τὴν προσπερνοῦσε
Δὲν ἤθελε τὸ ζῆν νὰ τὸ συζεύξει μὲ τὸ θνήσκειν
Ἐπανελάμαβανε τὸ ζῆν καὶ ἔσπαγε τὰ φράγματα
Παραῆταν γρήγορη γιὰ νὰ μὴν ἔχει διάρκεια
Στὴν τροχιά της ἄστραφτε τὸ ὑνὶ τοῦ ἀρότρου
Ὁ σπαρμένος σπόρος καὶ ὁ ὄγκος τῆς συγκομιδῆς
Τὰ νυχτερινά της σύννεφα ἔσκαγαν μὲ τὴ χλιαρὴ βροχὴ
ἡ διαφάνειά της ἐγκαθίδρυε τὴν ἐξομοίωση.
ΙV
Ὑπῆρχαν ἤδη καθαρμένα ἀπ᾽ τὴν αὐγὴ
Λουλούδια γιὰ νὰ τὴ φωτίσουν
Ὑπῆρχαν ἤδη στὰ κλαριὰ κανθοὶ
Τὰ γαμήλια γέλια εἶχαν πιὰ διαπλεύσει τὸν χειμώνα
Ὑπῆραν τὰ μάτια ἑνὸς κοριτσιοῦ εἴκοσι ἐτῶν
Ρωμαλέου μέσ᾽ ἀπὸ τὰ ὄνειρά του
Καὶ γιὰ αὔριο ἄλλο ἕνα κορίσι τὸ ἴδιο ἔμπιστο
Ἡ ἕνωση ἦταν γόνιμος λόγος
Καὶ λόγος τῶν πιὸ ἀδύναμων καὶ λόγος πάλης
Γιὰ τὴν κυριαρχία ἐπὶ τῆς δυστυχίας
Ἀρκεῖ νὰ προχωρήσεις γιὰ νὰ ζήσεις
Νὰ τραβήξεις ὁλόισια μπροστά σου
Μόνο πρὸς τὰ ἐκεῖ ποὺ ἀγαπᾶς
Μπρστά σου βατὸς εἶναι ὁ δρόμος
Καὶ σ᾽ ὅλες τὶς ἀκτὲς ἀνοίγεται
Πίσω μόνο ἁλυσίδες ἔχει
Τὸ χάδι εἶναι σάπως ρόδο
Ποὺ δυναμώνει τὸ μαργαριτάρι πολὺ ζεστοῦ μεσημεριοῦ
Παρουσία ἐσαεὶ
Τίποτα δὲν γεννάει ἔρωτα ἐὰν δὲν ἔχει μέλλον
Τὸ ἀργὸ καὶ σκοτεινὸ φυτὸ ποὺ κατακτᾶ τὴ μέρα
Δὲν ἔχει ἄλλο ἀποκορύφωμα ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτὸ τοῦ θέρους
Θρεμμένο ἀπὸ τὸ ἄπειρο τῶν σπόρων δίχως ἀνάπαυλα
Ποὺ τὸν ζυγὸ τοῦ θησαυροῦ τῆς ζωῆς ἐξαχνώνουν.
V
Χῶμα ἔχει αἰθρία στὸν ἦχο μιᾶς τέλειας ἡμέρας
Καὶ τὸ πάθος παίρνει νέα ὄψη
Ἡ σκοτεινὴ κοιλιὰ στὸ φῶς μισανοίγει
Ἡ πεδιάδα ξεντύνεται μονοπάτι στὸ δάσος
Μοιράζει τ᾽ ἀδράχτι της κάτω ἀπὸ τοῦ ἥλιου τὰ βήματα
Ἕνα παιδὶ γεννήθηκε μόλις σὲ κάποιου πουλιοῦ τὸν ἴσκιο
Ποὺ ἤτανε βαρύτερὸς του πάνω στὴ γιγαντιαία γῆ
Πάει ἀπὸ τὴ μιὰν ὥρα στὴν ἄλλη μὲ ἡρεμία
Ἡ καλοκαιρία τὸ διαπερνάει μὲ τὶς χρυσές της καμπάνες
Τὸ σταμνὶ τοῦ φεγγαριοῦ τοῦ δροσίζει τὸ μεδούλι
Στῆς κούνιας του τὸν κάβο κουβαριάζεται κι ἀποκοιμιέται
Καὶ στὶς βαριὲς αὐλακιὲς τῶν ὀνείρων τήκεται λειώνει
Ὅ,τι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μὲ ὅ,τι θὰ γίνει
Μόνο τὸ μαστίγιο τῆς πείνας τὸ ξυπνάει καὶ το βασανίζει
Δὲν ἀγαπάει τὴν πείνα του ἀγαπάει μόνο τὴ μάνα του
Ἀγαπάει τρέφεται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη της
Ζεῖ ἐπιμένει παντοῦ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο
Πρέπει ν᾽ ἀγαπᾶ γιὰ νὰ ζήσει πρέπει νὰ τρέφεται
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴ χαρά του νὰ τρέφεται
Τὸ παιδὶ-ἀντανάκλαση ἐμψυχώνει ἔρωτα ἀμοιβαῖο.
VΙ
Μαργαριτάρι σύναξη χυμῶν συζευγμένων
Σὲ κάποια σκοτεινὴ γωνιὰ ὅπου βρίσκεται τὸ παιδὶ τῶν βαναύσων ἐρήμων
Βαγιόκλαδα τοῦ μέλλοντος στέμμα ἀνυπαίτιο
Ἕνα παιδὶ ἡ ἔξοδος ἀπ᾽ τὸν λαβύρινθο τῆς ἐποχῆς
Πέρασμα παντρύφερο τοῦ πράσινου οὐρανοῦ στὰ φυλλώματα τῶν ἄστρων
Ἡ χλόη φεύγει μὲ τὸν ἄνεμο τῆς ἄνοιξης παραδίνεται
Καὶ στοῦ καλοκαιριοῦ τὰ χέρια ὁ ἄνεμος τὰ ρίγη του βάζει
Ἀλλὰ τὸ παιδὶ τὸ νεογέννητο ἀρνεῖται τῶν ἐποχῶν τὴ ροὴ
Ἀστράφτει ὁλόκληρο στὶς πύλες τῆς ζωῆς διαμένει
Ρευστὴ φωτιὰ καὶ πόθου κατακλυσμὸς γιὰ ζωὴ
Πάντα τὸ ἴδιο ἀθάνατο αἰώνιο παιδὶ
Στὸν ὁρίζοντα τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἴδια ἡλιακὴ ἔκρηξη
Καὶ ὁ ἀφρὸς καὶ ἡ σκουριὰ καὶ ἡ χειμωνιάτικη καρδιὰ ἡ κρύα
Μαλακώνουν καὶ ἀνθίζουν σὰν ὑπόσχεση
Ἡ νιότη δὲν ἔρχεται στὸν κόσμο εἶναι μονίμως σὲ τοῦτο τὸν κόσμο.
VIΙ
Ἕνα πολὺ μικρὸ παιδάκι Ἕνα πρωινὸ κατ᾽ ἐξαίρεσιν
Ποὺ ἔγινε καρπὸς σύρριζα στὸ χῶμα
Στάχτη κοκκινωπὴ
Κυριακὴ ὁρατὴ
Κύμα συμπυκνωμένα σὲ νεροσταγόνα
Λάμπα καταμεσὶς στὴ μέρα ἀναμμένη.
VΙΙΙ
Οἱ ἀναμνήσεις μου πᾶνε μακριὰ στὴν καρδιὰ
Κάθε παιδιοῦ ἀνείπωτου
Σχεδὸν χαρισμένου σχεδὸν ἀθώου
Παιδὶ στὶς πρῶτες του μέρες
Βλασταράκι χόρτου ποὺ μόλις ἐχωρίστηκε
Ἀπ᾽ τὶς μεγάλες πλημμύρες τῆς ἄνοιξης
Παιδὶ μεγάλο σὰν φιλὶ
Μέλλον γιὰ παιδὶ μελλοντικὸ
Πρώτη τοῦ ἥλιου ἔκσταση
Ποὺ τῆς δρόσου πυρπολεῖ τοὺς πάγους
Πρώτη δίψα φωτισμένη
Παιδὶ ἀκίνητο καὶ ὡστόσο τόσο σβέλτο
Ποὺ μαζί του φτερουγίζει ἡ φύση
Ἡ ζωὴ στέκεται στὰ πόδια της.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου