ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΤΟ
ΠΟΙΗΜΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ
Πρώτα
ήταν η φτώχεια κι η πίκρα. Όταν άνοιγες το παράθυρο
δε
φαινότανε τίποτα στον ουρανό και στο δρόμο.
Το
δέντρο, το σπίτι, το σύννεφο δε μιλούσαν.
Όταν
ήρθε το ψωμί, το στόμα γνώρισε τη λέξη «εγώ» και «ο άλλος».
Όταν
ήρθε το φαΐ και το τσιγάρο, γνώρισε τη λέξη «εμείς».
Τα
βιβλία σταθήκαν στις βιτρίνες σαν τετράγωνες βεβαιότητες.
Έξω
από τη μεγάλη φάμπρικα –για δες– ένα ψηλόσωμο ποίημα,
πιτσιλισμένο
στάλες φως και κάρβουνο –για δες– περιμένει
να
σεργιανίσει τους εργάτες στη δική τους άνοιξη
απ’
το μεγάλο δρόμο του ψωμιού, του σίδερου και του έρωτα. Να το
που
περιμένει στη διασταύρωση της πράξης και του ονείρου
την
ώρα που τα καμπανάκια των εργοστασίων σημαίνουν σκόλασμα
κι
οι εργατικές γαλάζιες φόρμες κρεμασμένες στα καρφιά ανεμίζουν
σαν
μεγάλες σελίδες φυσημένες απ’ την αναπνοή του μέλλοντος.
Μπρατισλάβα,
28.Ι.60
Από
την ποιητική συλλογή: «Χρωματικές λεπτομέρειες» (1960).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ/ Θ΄,
Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 98.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου