PABLO NERUDA
ΤΑ
ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ
Όταν,
αγάπη μου, τα χέρια σου σηκώνεις
να
βρούνε τα δικά μου,
σαν
τί μου φέρνουνε πετώντας;
Και
γιατί σταμάτησαν, έτσι ξαφνικά,
μπροστά
στο στόμα μου;
Κι
εγώ γιατί τ’ αναγνωρίζω
ωσάν
κάποτε, παλιά,
ναν
τά ’χα αγγίξει,
και
ωσάν και πριν καν να υπάρξουν
νά
’χανε τρέξει τα ίδια αυτά
στο
μέτωπό μου επάνω και στη μέση μου;
Η
τρυφερότητά τους έφτασε
πετώντας
πάνω από τον χρόνο,
επάνω
από τη θάλασσα, επάνω απ’ τον καπνό,
και
πάνω από την άνοιξη·
κι
όταν εσύ στο στήθος μου επάνω
ετούτ’
ακούμπησες τα χέρια σου,
εγώ
κατάλαβα πως ήταν
φτερά
χρυσού περιστεριού,
πως
ήτανε πηλός
που
είχε του σταριού το χρώμα.
Χρόνια
και χρόνια στη ζωή μου
δρόμους
και δρομάκια έπαιρνα και άφηνα
γυρεύοντας
ναν τά ’βρω.
Σκάλες
και σκαλιά ανέβηκα-κατέβηκα,
γκρεμούς
επί γκρεμών επέρασα,
τραίνα
με πήρανε και τραίνα,
νερά
με κουβαλήσαν και νεράκια –
και
στων σταφυλιών τις φλούδες
εσένα
ενόμιζα ότι άγγιζα.
Και
ολομεμιάς την επαφή σου
το
ξύλο μού τη χάρισε,
το
αμύγδαλο μού ανιστορούσε
τη
μυστική σου απαλότητα,
μέχρι
τη στιγμή που εκλείσανε
το
στήθος μου οι παλάμες σου,
κι
εκεί σαν δυό φτερούγες
τελειώσαν
το ταξίδι τους.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Απαγγελία:
Laura Canuora.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου