ΕΚΤΩΡ
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΤΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ
Άκουσε κύριε
την προσευχή των προγόνων σου
σε ειδική
διασκευή για σένα·
χρόνια τώρα
επιπλέει στο αίμα όπως η γλίνα
ή όπως
δοχείο άδειο από λευκοσίδερο
που κλωτσάει
στο δρόμο το αλάνι
βασανίζοντας
τη γειτονιά και σένα κύριε·
δε θέλομε
λοιπόν να κάνεις τίποτα για μας
ούτε
παρεμβατισμοί ούτε πρεσβείες
φτάνουν τα
χρέη μας κ’ οι τοκογλύφοι
γερά κρατάει
η ράτσα από το πετροκάμινο
τ’ αρχαίο
πείσμα·
απ’ τα
υπόλοιπα θα φτιάχνομε βαπόρια
μερικά
ντουφέκια για τις αναπαραστάσεις
και πιο πολύ
φωνές πολλές φωνές
να τις
κρεμάμε στα σύννεφα
με τα ρόδια
και τα κιτροκύδωνα
ώσπου να
ωριμάσουν να τις παντρευτούμε.
(Μας αρέσει
ο κύκλος έστω κι αριστοκράτης
φτάνει να
μην διστάσει αν χρειαστεί
να γίνει
πολεμίστρα να φάει τις σάρκες του
κανόνι να
γίνει να βροντά νυχτοήμερα
για λευτεριά
σαν χρειαστεί)
Κύριε
είσαι μέσα
στα πόδια μας όπως μικρό παιδί
δεν το
πατάμε μην νευριάσομε απ’ το κλάμα του·
δεν λέω,
πολέμησες καλά στην καππαδοκία
στην τίρυνθα
και στον τελευταίο πόλεμο
έφεδρος
λοχίας σιτιστής.
Για τον
σταυρό της πολεμικής αξίας μην επιμένεις
δεν τον
παίρνεις·
μάθαμε
που έκανες του κεφαλιού σου,
σου φτάνει
ένα σπιτάκι σε συνοικισμό
θα σου φέρομε
και ινδικό λιβάνι που σ’ αρέσει
να το μασάς
αφού είσαι οπιομανής και λάγνος
ούτε που
παίρνει το κεφάλι σου από πειθαρχία,
μη δεν
πουλήθηκες στη βιρμανία;
μη δεν
παζάρεψες με τους ερυθροδέρμους
σαστισμένος
απ’ την περηφάνια τους;
πόσες φορές
σε πιάσαμε ξαναμμένο να
τηράς τα
γυμνά πόδια της χήρας του ψωμά
ώσπου
τραβήχθηκες στην καλαμπάκα
νηστεύοντας
του θανατά,
φυσικά
ξανάρθες, μα ήσουν αλλιώτικος :
απ’ τη
φλογερή μας γλώσσα θυμόσουν μόνο
την πιο
φθαρμένη λέξη
πάνω σ’
αυτήν απαίτησες να ορκιστούμε
με τα
ξεφτίδια του αρχαίου θυμού
ώσπου οι
οπαδοί σου λύγισαν
χύμηξαν οι
λεβαντίνοι οι βενετσιάνοι οι οσμανλήδες
βιάσανε τον
ερωτόκριτο κοτζάμ παλικάρι
έκοψε τις
φλέβες του ο αχελώος
σε
καταριόταν η φθιώτιδα κ’ η αλικαρνασσός
τα θυμάσαι
κύριε;
ένα βραδάκι
πράο όπως γιαούρτι στον κεσέ
ήρθες δειλός
και συντριμμένος σαν πρωτομηνιά
μα πάλι απ’
την αρχή συνωμοτούσες
έπειθες τις
μανάδες μας
με βοτάνια
ξόρκια και μ’ αγιωτικά
να φύγει απ’
τον παρνασσό η μάγισσα·
πώς έγινε
πάλι και σε λυπηθήκαμε;
Ξαφνικά το
κεφάλι σου μετασχηματίστηκε
σε πελώριο
ρολόγι
διάταξε να
φύγουνε τα τραίνα
να
σαλπάρουνε τα πλοία
οι φαντάροι
να πάνε σπίτια τους
οι δρόμοι να
τυλιχθούν ρολά
να μπούνε
στις αποθήκες
κι άλλα
τέτοια του χαμού παράταιρα·
πέντε και
μισή ακριβώς έσπασε εκείνο το σπυρί σου
κι έβγαλες
φωνή όπως η σκεβρωμένη πόρτα
ανοίγει μόνη
της ύστερα από τόσα χρόνια
να περάσει ο
αόρατος
ο τελευταίος
αυτοκράτορας
ένα αερικό ή
ο γάτος
ζήτησες μια
γυναίκα μ’ ένα μάτι στη μήτρα της
πλάγιασες
μαζί της μάς ξαναγέννησες
έτσι πάλι σ’
έχομε στην οικογένεια
μα τη φοράν
ετούτη ξέρε το
είσαι από
δεύτερο χέρι, ένα πετσί.
Από
την ποιητική συλλογή: «Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή» (1972).
Από
το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σσ.
104-107.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου