BERTOLT BRECHT
Ο ΛΗΣΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΟΥΛΟΣ
ΤΟΥ
Της Έσσης είχαν δυό ληστές λημέρι τους τα μέρη·
των χωρικών τις γκλάβες τούς τις κόβαν απ’ τον ώμο.
Χτικιό φτυστό είταν ο ένας, ίδιος λιμασμένος λύκος·
χοντρομπαλάς ο άλλος σαν πρωθιερεύς στον ντόμο.
Μα τί ’ταν ’κείνο που τους έκανε όγκο νά ’χουν άλλο;
Tο ότι είταν δούλος και αφεντικό – δεν είσαν ίσοι.
Ο αφέντης έγλειφε την κρέμα απ’ τ’ αρπαγμένο γάλα,
κι ο δούλος ρούφαγε ό,τι του άφηνε που ’χε ξινίσει.
Οι χωρικοί έπιασαν τσακώσαν τους ληστές μια μέρα
και τους εκρέμασαν μαζί, έξω, στο μεγάλο δρόμο.
Χτικιό φτυστό είταν ο ένας, ίδιος λιμασμένος λύκος·
χοντρομπαλάς ο άλλος σαν πρωθιερεύς στον ντόμο.
Στεκόντουσαν οι χωρικοί και κάναν τον σταυρό τους·
οι κρεμασμένοι εισέπρατταν την άρνηση της χάρης:
εντάξει, ελέγαν, ο χοντρός – ληστής τού πάει νά ’ναι!
μα πώς γινόταν νά ’ν’ ληστής κι ο άλλος, ο χτικιάρης;
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου