Κυριακή 7 Αυγούστου 2011
ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
GEORG TRAKL
ΨΑΛΜΟΣ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
αφιερωμένο στον Καρλ Κράους
Είναι ένα φως που τ;o ’σβησε ο άνεμος.
Είναι μία κανάτα που αφήνει τ’ απόγευμα ένας μεθυσμένος.
Είναι ένα αμπέλι καμένο και μαύρο με τρύπες γεμάτες αράχνες.
Είναι ένα χώρος που τον ασβέστωσαν με γάλα.
Ο παράφρονας πέθανε. Είναι ένα νησί στις θάλασσες του Νότου
που υποδέχεται τον Ήλιο. Τύμπανα χτυπούν.
Οι άντρες εκτελούν πολεμικούς χορούς.
Οι γυναίκες κουνούν τους γοφούς μέσα στις κληματσίδες και
τ’ άνθη της φωτιάς,
όταν η θάλασσα τραγουδά. Ω, ο χαμένος Παράδεισός μας!
Οι Νύμφες εγκατέλειψαν τα χρυσά δάση.
Κάποιος θάβει τον ξένο. Αρχίζει τότε μια εκτυφλωτική βροχή.
Προβάλλει ο γιος του Πάνα με τη μορφή σκαφτιά
που, μεσημέρι, σε άσφαλτο πυρωμένη, κοιμάται ακόμη.
Είναι κοριτσάκια σε μιαν αυλή με ρουχαλάκια όλο φτώχεια
σπαρακτική!
Είναι δωμάτια που γεμίζουν ακόρντα και σονάτες.
Είναι σκιές που αγκαλιάζονται μπροστά σε τυφλωμένο
καθρέφτη.
Στα παράθυρα του νοσοκομείου ζεσταίνονται αυτοί που
αναρρώνουν.
Ένα λευκό ατμόπλοιο στο κανάλι ανεβάζει αιματηρές επιδημίες.
Η άγνωστη αδελφή εμφανίζεται πάλι στ’ άσχημα όνειρα κάποιου.
Ξαπλωμένη στις αγριοφουντουκιές παίζει με τ’ άστρα του.
Ο φοιτητής, ίσως ένας σωσίας, ώρα πολλή απ’ το παράθυρο την
κοιτάζει.
Πίσω του ο νεκρός του αδελφός στέκεται ή κατεβαίνει την παλιά
κυκλική σκάλα.
Στο σκοτάδι της σκούρας καστανιάς η μορφή του νεαρού
δόκιμου μοναχού χλωμιάζει.
Ο κήπος μες στο βράδυ. Οι νυχτερίδες πετούν στο περιστύλιο.
Τα παιδιά του θυρωρού σταματούν το παιχνίδι και ψάχνουν για
το χρυσάφι τ’ ουρανού.
Τελευταία ακόρντα κουαρτέτου. Τρέμοντας η μικρή τυφλή
τρέχει μέσα απ’ τις δεντροστοιχίες,
κι ύστερα η σκιά της, τριγυρισμένη από θρύλους ιερούς και
παραμύθια,
τα παγωμένα τείχη ψηλαφίζει.
Είναι μια άδεια βάρκα, το βράδυ, που κατεβαίνει το μαύρο
κανάλι.
Στη σκοτεινιά του παλαιού ασύλου άνθρωποι-ερείπια
μαραζώνουν.
Τα νεκρά ορφανά κείτονται στον τοίχο του κήπου.
Άγγελοι ξεπροβάλλουν, από γκρίζα δωμάτια, με λασπωμένες τις
φτερούγες.
Σκουλήκια στάζουν απ’ τα κιτρινισμένα βλέφαρά τους.
Σκοτεινή και σιωπηλή η πλατεία μπρος στην εκκλησία όπως τις
ημέρες της παιδικής ηλικίας.
Περασμένες ζωές γλιστρούν με πέλματα ασημένια
και των καταραμένων οι σκιές βυθίζονται σε νερά που
στενάζουν.
Στον τάφο του μέσα ο λευκός μάγος παίζει με τα φίδια του.
Σιωπηλά πάνω απ’ τον τόπο του κρανίου ανοίγουν τα χρυσά
μάτια του Θεού.
Μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος.
Από το βιβλίο: Γκέοργκ Τρακλ, «Το όνειρο του κακού» (Ποιήματα 1913-1915), Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Ερατώ, Αθήνα 205, σελ. 53-57.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου