Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΣΕΣΑΡ ΒΑΓΙΕΧΟ

 



PABLO NERUDA

 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΣΕΣΑΡ ΒΑΓΙΕΧΟ

 

Τὴν πέτρα στὴν ὄψη σου,

Βαγιέχο,

καὶ τὶς ζάρες

τῶν ἄνυδρων ὀροσειρῶν

τὶς θυμίζω ἐγὼ στὸ τραγούδι μου,

τὸ γιγαντιαῖο σου

μέτωπο

πάνω ἀπ᾽ τὸ εὔθραυστο σῶμα σου,

τὸ μαῦρο σούρουπο

στὰ ξεκλειδωμένα μόλις προσφάτως

μάτια σου,

τὶς μέρες ἐκεῖνες,

ἀπότομες,

ἄνισες,

ἡ κάθε ὥρα εἶχε

διαφορετικὰ ὀξέα,

οἱ μακρινὲς

τρυφερότητες,

τὰ κλειδιὰ

τῆς ζωῆς

ἔτρεμαν

στὸ σκονισμένο φῶς

τοῦ δρόμου,

ἐσὺ γύρναγες

ἀπὸ ταξίδι

βραδύ, κάτω ἀπ’ τὴ γῆ,

καὶ στὰ ὕψη

τῆς λαβωμένης Κορδιγιέρας

ἐγὼ ἐχτύπαγα τὶς πόρτες

γιὰ ν’ ἀνοίξουν οἱ τοῖχοι,

γιὰ νὰ ἰσιώσουν

οἱ δρόμοι,

νιόφερτος ἀπ’ τὸ Βαλπαραΐσο

πῆρα πλοῖο γιὰ τὴ Μασαλία,

ἡ γῆ

κοβόταν

σὰν λεμονάκι μυρωδάτο

σὲ δροσερὰ κίτρινα ἡμισφαίρια,

κι ἐσὺ

ἔμενες

ἐκεῖ, ὑπήκοος

τοῦ τίποτα,

μὲ τὴ ζωή σου

καὶ μὲ τὸν θάνατό σου,

μὲ τὴν ἄμμο σου νὰ πέφτει,

νὰ σὲ μετράει

καὶ νὰ σὲ ἀδειάζει

στὸν ἀέρα,

στὸν καπνό,

στὰ σπασμένα δρομάκια

τοῦ χειμώνα.

 

Ἦταν στὸ Παρίσι, ζοῦσες

στὰ ξεχαρβαλωμένα ξενοδοχεῖα

τῶν φτωχῶν.

Ἡ Ἰσπανία

αἱμορραγοῦσε.

Τρέξαμε, σπεύσαμε.

Καὶ μετὰ

ἔμεινες πάλι

στὸν καπνό,

κι ἔτσι, ὅταν

πιὰ δὲν ὑπῆρχες, ἀμέσως,

δὲν ὑπῆρχε ἡ γῆ

τῶν οὐλῶν,

δὲν ὑπῆρχε

τῶν Ἄνδεων ἡ πέτρα

ποὺ εἶχε τὰ ὀστά σου,

μὰ μόνο ὁ καπνός,

τοῦ Παρισιοῦ

ἡ χειμωνιάτικη πάχνη.

 

Δύο φορὲς ἐξορισμένος,

ἀδελφέ μου,

ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἀπ’ τὸν ἀέρα,

ἀπ’ τὴ ζωή καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο,

ἐξορισμένος

ἀπὸ τὸ Περού, ἀπ’ τὰ ποτάμια σου,

ἀπὼν

ἀπ’ τὸν πηλό σου.

Δὲν μοῦ ἔλειψες ζωντανός,

μοῦ λείπεις πεθαμένος.

Σὲ γυρεύω

στάλα τὴ στάλα,

σκόνη τὴ σκόνη,

στὸ κίτρινο

χῶμα σου,

στὴν ὄψη σου,

χαρακωμένη εἶναι

ἡ ὄψη σου,

καὶ εἶσαι γεμάτος

παλιὰ πετράδια,

σπασμένα

λαγήνια,

κι ἐγὼ ἀνεβαίνω

τὰ πανάρχαια ἐκεῖνα

σκαλοπάτια,

ἐσὺ μπορεῖ

καὶ νά ’χεις χαθεῖ,

μπλεγμένος

σὲ νήματα χρυσά,

σκεπασμένος

ἀπὸ τιρκουάζ,

ἀμίλητος,

ἢ μπορεῖ καὶ

μέσα στὸν λαό σου,

στὴ φυλή σου

κόκκος καλαμποκιοῦ

ποὺ ἁπλώνεται,

σπόρος σημαίας.

Ἴσως, ἴσως τώρα

μεταναστεύσεις

καὶ ξαναγυρίσεις,

τώρα φτάνεις

στὸ τέλος

τοῦ ταξιδιοῦ,

κι ἔτσι

μιὰ μέρα

θὰ δεῖς νὰ βρίσκεσαι στὸ κέντρο

τῆς πατρίδας σου, ξεσηκωμένος,

ὁλοζώντανος,

κρύσταλλο τοῦ κρυστάλλου σου, φωτιὰ τῆς φωτιᾶς σου,

ἀχτίδα πέτρας καταπόρφυρης.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Περιλαμβάνεται στὴν ποιητικὴ συλλογή Odas Elementales (1954).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου