JAVIER VILLAURRUTIA (1903-1950)
ΠΟΙΗΣΗ
Ἡ συντροφιά μου εἶσαι καὶ σοῦ μιλάω
ἀπροετοίμαστος αὐτοσχεδιάζοντας καὶ κατὰ μόνας.
Σὲ κτίζουν οἱ λέξεις
ποὺ βγαίνουν μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴ σιωπὴ
καὶ ἀπὸ τὴ στέρνα τοῦ ὀνείρου ὅπου βουλιάζω
σὲ πτώση ἐλεύθερη ὡσότου νὰ ξυπνήσω.
Τὸ μεταλλικό σου χέρι
σκληραγωγεῖ τοῦ δικοῦ μου χεριοῦ τὴ βιασύνη
καθοδηγώντας τὴν πένα
ν᾽ ἀφήνει ἴχνη στὴν ἀμμουδιὰ τοῦ χαρτιοῦ
μου.
Ἡ φωνή σου, τσεκούρι ἠχητικὸ ποὺ ἀντιλαλεῖ,
εἶναι ἡ ἀνάκλαση τῆς φωνῆς μου στὸν τοῖχο,
καὶ στὸν καθρέφτη τῆς ἐπιδερμίδας σου
κοιτάω καὶ ὅλο κοιτάω
σὰν νά ᾽μαι ἐγὼ χίλιες φορὲς ὁ Ἄργος
ποὺ φρουρεῖ τὶς μακρὲς ποὺ σέρνονται στιγμές
μου.
Ὡστόσο καὶ ὁ παραμικρὸς σὲ τρομάζει θόρυβος
καὶ σὲ βλέπω πῶς βγαίνεις ἀλλόφρονη
ἀπὸ τὴν ἔξοδο κινδύνου
ἢ ἀπὸ τῆς στέγης τὸ τζαμάκι,
ἀπ᾽ τοῦ πεζοδρομίου πάλι τὴ σκακιέρα
ἢ ἀπὸ τὴ σελίδα μέσα τοῦ καθρέφτη,
καὶ μ᾽ ἀφήνεις
χωρὶς σφυγμὸ πιὰ οὔτε φωνὴ καὶ δίχως ὄψη,
χωρὶς προσωπεῖο σὰν ἄνθρωπο γυμνὸ
στὴ μέση ἑνὸς δρόμου γεμάτου βλέμματα ἀνοιχτὰ
νὰ μὲ κοιτάζουν.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου