ΓΙΟΥΣΕΦ
ΑΜΠΟΥ ΓΙΧΕΑ
ΕΙΜΑΙ
ΣΥΡΟΣ
Είμαι
Σύρος.
Είμαι
εξόριστος μέσα κι έξω απ’ την πατρίδα μου
και
βαδίζω με πρησμένα πόδια στις λεπίδες.
Είμαι
Σύρος: Σιίτης, Δρούζος, Κούρδος, Χριστιανός,
είμαι
Αλαουίτης, Σουνίτης και Κιρκάσιος.
Η
Συρία είναι η γη μου.
Η
Συρία είμαι εγώ.
Η
φατρία μου είν’ η μυρωδιά της πατρίδας μου
στο
χώμα μετά τη βροχή
και η
Συρία μου είναι η μόνη θρησκεία.
Είμαι
γέννημα αυτής της γης — όπως τα μήλα, οι ελιές,
τα
ρόδια, οι πικραλίδες, η μέντα, οι κάκτοι, τα σύκα και τα σταφύλια…
Σε τι
χρησιμεύουν οι θρόνοι σας,
ο
αραβισμός σας,
τα
ποιήματα
και
οι ελεγείες σας;
Θα
φέρουν πίσω οι λέξεις σας το σπίτι μου
κι
αυτούς που σκοτωθήκαν
κατά
λάθος;
Θα
στεγνώσουν δάκρυ σε αυτό το έδαφος;
Είμαι
γιος κείνου του πράσινου παράδεισου,
της
γενέθλιας πόλης μου∙
μα
σήμερα, ψοφάω απ’ την πείνα και τη δίψα.
Το
καταφύγιό μου είναι οι άγονες σκηνές στον Λίβανο και στο Αμμάν∙
όμως,
δεν θα με θρέψει άλλη γη
τους
σπόρους της — εκτός απ’ την πατρίδα μου∙
κι
ούτε όλα τα σύννεφα
στον
ουρανό
δεν
θα σβήσουν τη δίψα μου.
Μετάφραση:
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος.
Έξοχο ποίημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνειρμός:
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ
Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.
Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα την εβρείς κειδά
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.
Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ' την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
"Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός"
όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.
Πήγα σε μια επιτροπή, έκατσα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;
Ήρθα σε μια συγκέντρωση' σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
"Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί"
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.
Σαν ν' άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε "Πρέπει να εξοντωθούν"
Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.
Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.
Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούνε στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.
Περπάτησα σ' ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά'
δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.
Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιώροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.
Στάθηκα μες στο χιόνι που 'πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.
WYSTAN HUGH AUDEN, μτφρ. Κλείτος Κύρου