PAUL ELUARD
ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ὅλη τὴ μέριμνα πῆρα ἀπὸ σένα ὅλους τοὺς
μόχθους
Ποὺ παίρνει ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾽ τὰ πάντα κι ἀπ᾽
τὸ τίποτα
Θὰ μποροῦσα καὶ νὰ μὴ σ᾽ ἐρωτευθῶ
Ἐσένα πού ᾽σαι μόνο ἡ εὐγένεια ἀκέραιη
Σὰ ροδάκινο μετὰ ἀπὸ ἄλλο ροδάκινο
Ζουμερά ὅσο καὶ τὸ καλοκαίρι ἀμφότερα
Ὅλη τὴ μέριμνα ὅλους τοὺς μόχθους
Νὰ ζῶ ἀκόμα καὶ νά ᾽μαι ἀπὼν
Νὰ γράφω τοῦτο δῶ τὸ ποίημα
Στὴ θέση τοῦ ποιήματος τοῦ ζωντανοῦ
Ποὺ δὲν θὰ γράψω
Ἀφοῦ πλέον ἐσὺ δὲν ὑπάρχεις
Τὰ πιὸ δουλεμένα σχέδια τῆς φωτιᾶς
Τὴν ὕστατη ἑτοιμάζουν πυρκαγιὰ
Τὰ ψίχουλα τοῦ πόνου τὰ τριμμένα
Χορταίνουν τοὺς τὰ λοίσθια πνέοντες
Ζωντανὴ τὴν ἀρετὴ ἐγνώρισα
Τὸ καλὸ τὸ γνώρισα ἐνσαρκωμένο
Ἀρνοῦμαι τὴ θανή σου μὰ τὴ δική μου τὴ
δέχομαι
Τὴ σκιά σου ποὺ πάνω μου ἁπλώνεται
Νὰ τὴν κάμω θά ᾽θελα κῆπο
Τὸ τόξο χαλαρὸ εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια νύχτα
Τὴν ἀκινησία σου ποθῶ νὰ συνεχίσω
Τὸν διάλογο τὸν μὴ ὑφιστάμενο
Ποὺ μὲ σένα ἀρχίζει καὶ μέσα μου τελειώνει
Μ᾽ ἐμένα ἐθελοντὴ ξεροκέφαλο ἐξεγερμένο
Ἐρωτευμένον ὅπως κι ἐσὺ μὲ ὅλες τῆς γῆς τὶς
χάρες.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου