CHARLES BAUDELAIRE
Η ΦΩΝΗ
Ἡ βρεφική μου κούνια ἦταν μὲ τὴ βιβλιοθήκη
πλάτη —
μιὰ
σκοτεινὴ Βαβέλ: νουβέλες καὶ ἐπιστήμη· τίτλοι ἀθρόοι
(ἑλληνικά,
λατινικά) ἀπὸ στάχτη ἢ σκόνη βγάζαν κάτι
καὶ μεῖγμα
ἐκάναν. Μέτραγα δὲ μέτραγα ἕνα ἰνφόλιο μπόι.
Καὶ δυὸ
φωνὲς μοῦ μίλαγαν. Ἀκύμαντη, πανούργα ἡ μία
ὅλο ἔλεγε:
«Ἕνα κέικ εἶναι ἡ γῆ· καὶ ἡ
γλύκα του δική σου.
Ποὺ λὲς
ἐγὼ μπορῶ (χωρὶς νὰ βρεῖ ἡ ἡδονή σου ἐσὲ ἡρεμία)
νὰ σὲ
γλυκαίνω καὶ ποτὲ νὰ μὴ σοῦ κόβεται ἡ ὄρεξή σου!»
Μετὰ ἡ ἄλλη μοῦ ἔλεγε φωνή: «Ἔλα, στ᾽ ὄνειρο
ταξίδι πᾶμε —
πέρα ἀπὸ
τὸ ἐφικτὸ καὶ πέρ᾽ ἀπ᾽ τὰ γνωστά μας, σὲ ἄλλα
μέρη!»
Κι ἐτραγουδοῦσε κάμε σὰν τὸν μπάτη στὸ γιαλὸ
ἢ καὶ κάμε
σὰν ἀερικὸ ποὺ κὰν δὲν ἤξερες ἐκεῖ τί τό ᾽χε
φέρει·
κι ἐνῶ
μοῦ χἀιδευε τ᾽ ἀφτιά, μὲ κατατρόμαζε συνάμα.
Τῆς εἶπα:
«Ναί, ὦ γλυκιὰ φωνή, ναί!» Κι ἔκτοτε,
ἀπ᾽ τὴ μέρα ἐκείνη,
ἀλίμονο, κανεὶς τὴ θλίψη μου δὲν ξέρει, καὶ
τί κλάμα
τὴ μοίρα μου ποτίζει. Πίσω ἀπ᾽ τὸ ντεκὸρ ποὺ
ἀνοιγοκλείνει,
τῆς ἀχανοῦς ζωῆς, εἶδα στὸν πιὸ μαῦρο τῆς ἀβύσσου
πάτο
δυὸ κόσμους χωριστούς, ἀλλόκοτους — τὸ
χάος τοὺς ἐξέρνα
(καὶ
τοὺς ξερνάει)· καὶ θύμα τῆς ὀξυδερκείας μου, ἀπὸ κάτω
ἐδῶ τὰ
φίδια τρέφω πού ᾽φερα καὶ μοῦ κεντοῦν τὴ φτέρνα.
Κι ἀπ᾽
τὸν καιρὸν ἐκεῖνο βίον προφήτου διάγω: ζῶ μονήρης
καὶ
τρυφερὰ τοὺς ἐρημότοπους, τὴ θάλασσα ἀγαπάω·
στὰ
πένθη πάντοτε γελῶ, καὶ ὀδύρομαι στὶς πανηγύρεις·
τοῦ πιὸ
ξινοῦ οἴνου ὅτι εἶναι ἡ γεύση του ἀπαράμιλλη ἐκτιμάω.
Τὰ
γεγονότα ἂς εἶν᾽ πραγματικά — ἐγὼ τὰ ἐκλαμβάνω ὡς ψεύδη.
Κοιτῶ
τὸν οὐρανὸ, κι ἀπὸ τὴ μιὰ λακούβα πέφτω σὲ ἄλλη.
Πλὴν μὲ
παρηγορεῖ ἡ φωνή: «Ὄνειρο ἡ ζωὴ
εἶναι καὶ καθεύδει!
Μὰ φύλα τη! Οἱ σοφοὶ στὴν τρέλα μόνο βρίσκουν
τέτοια κάλλη!»Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου