Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

ΠΟΙΗΤΗΣ




JAROSLAV SEIFERT


ΠΟΙΗΤΗΣ

Από παλιά μου δίδαξε η ζωή
πως στον κόσμο ετούτο
η μουσική και η ποίηση
είναι ό,τι ωραίο
μπορεί να μας δοθεί,
εξαιρουμένου βεβαίως του έρωτα.

Σε κάποια παλιά χρηστομάθεια
που ’χε κυκλοφορήσει στα χρόνια της αυστροουγγρικής
  Δυαδικής Μοναρχίας,
και μάλιστα τη χρονιά που πέθανε ο Βρχλίτσκυ,
έπεσα στο κεφάλαιο που μιλούσε περί ποιητικής και
  σχημάτων λόγου και διανοίας.
Το διάβασα
κι έπειτα έβαλα ένα τριαντάφυλλο σ’ ένα βαζάκι,
άναψα ένα κερί
και στρώθηκα να γράφω τους πρώτους μου στίχους.

Άναβε, των λόγων φλόγα, άναβε και καίγε,
ακόμα και αν είναι τα χέρια στο τέλος να μου κάψεις.
Μια μεταφορά απρόσμενη, πρωτόφαντη,
αξίζει πιο πολύ κι από δαχτυλίδι χρυσό
περασμένο στο δάχτυλο.
Το ριμάριο του Πουχμάγιερ – ούτε αυτό
πουθενά με βοήθησε.
Ματαίως εμάζευα ιδέες και κόντρα ιδέες
και κλείνοντας τα μάτια ζοριζόμουν
μην τυχόν κι ακούσω τον μυστηριώδη πρώτο στίχο.
Μα μέσα στο σκοτάδι, τον τόπο των λέξεων,
κάποτε
μάντεψα ν’ ανθεί ένα γυναικείο χαμόγελο
και μια κόμη να κυματίζει στον άνεμο.

Ήταν η μοίρα μου, η δική μου μοίρα, δρόμος
και, σκοντάφτοντας καμμιά φορά, τον διέτρεξα
χωρίς στιγμή να ξαποσταίνω
σε όλη…
σε όλη τη ζωή μου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

1 σχόλιο: