ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
ΓΙΑ
ΤΟΝ ΑΡΜΑΟ
Με τον Αρμάο (άλλους ανθρώπους τους λες μόνο με το επώνυμό τους,
άλλους μόνο με το μικρό: ο Αρμάος ήταν ο Αρμάος, όχι ο Δημήτρης — αλλά στις
αναμεταξύ μας κουβέντες ήταν αποκλειστικά και μόνο ο Μήτσος) πρέπει να
διαφέραμε σε πολύ, πολύ, πολύ πιο πολλά απ’ όσα μοιάζαμε, αλλά αυτά που
μοιραζόμασταν ήταν τα βασικά. Και ήταν, ας πούμε: η μανία να βγάζουμε
τα πνεύματα έξω από τις περασιές, αν μ’ εννοείτε· η τάση να στενεύουμε ένα 8%
τα Απλά στη φωτοσύνθεση του «Αναγράμματος», να ρίχνουμε δύο στιγμές τα
καπιταλάκια (ενίοτε και δυόμισι, στα ντουζένια μας) και να προσθέτουμε τέσσερις
στα πρωτογράμματα)· τα πάρα πολλά τσιγάρα, και συχνά τα ακόμη περισσότερα· τα
στιγμόμετρα, η αγάπη για τα στιγμόμετρα· το ουίσκι, τόσο το καλό όσο και το
φτηνό· το πολυτονικό· το Αντιλεξικόν του Βοσταντζόγλου· ο Δημητράκος· η λογοτεχνία για νέους· τα
λαμπατέρ δίπλα στις πολυθρόνες, σε δωμάτια κατά τα άλλα θεοσκότεινα, και έξω να
’χει σκοτάδι πίσσα· οι βαριές γραφομηχανές, αυτές με την τσιμεντένια βάση, να
μην κουνάνε ούτε με σεισμό του θανατά· τα χειροποίητα χαρτιά· οι προσεκτικές
απαντήσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά· τα λογοτεχνικά περιοδικά· ο Βιζυηνός· ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε· ο Λορεντζάτος· η Βαρβάρα, η γάτα που είχαμε βρει ανήμερα της
γιορτής της Αγίας στην πρασιά, και που κάτι μήνες μετά γέννησε μέσα στις κάσες
με τα τυπογραφικά στοιχεία εκεί στον «Gutenberg», σ’ ένα μελανωμένο συρτάρι
(άγνωστο πώς χώρεσε εκεί μέσα), στο μαγαζί, και που τις τελευταίες ημέρες την
μπερδεύω με τη δικιά μας, τη Φαντομά, που όλο τη φωνάζω Βαρβάρα και Βαρβάρα και
δεν γυρίζει να με κοιτάξει. [§] Ανδρέου Μεταξά, Διδότου, Χαριλάου Τρικούπη,
Καλλιδρομίου. «Τρίτο Μάτι», «Παρασκήνιο», «Ένοικος», «Άμα Λάχει». Μπαλής,
Καπένης, Γκόνης, Πρίφτης. Φωτοσυνθέσεις και μονταζιεράδικα, τυπογραφεία και
βιβλιοδετεία. Κοπίδια και στένσιλ και ρολά δοκιμίων. Ηρακλής, Ξενοφών, Κωστής,
Πέτρος. Ένας κατάλογος μεζεδοπωλείου του Βόλου, που από μονόφυλλο κατέληξε να
γίνει βιβλίο 64 σελίδων, δίχρωμο, με γκραβούρες και αρχαίο κείμενο με
αντικριστή μετάφραση, με εξώφυλλο από βαρύ ιταλικό χαρτί, πανάκριβο. Η
περιπέτεια της έκδοσης του Μόμπι-Ντικ. Το ξενύχτι, τα ξενύχτια, οι
ολονυκτίες, οι μαραθώνιοι με κουβεντολόι όχι μόνο για τα Γράμματα. Κάτι τέτοια.
[§] Διαφέραμε σε όλα τα άλλα. Εγώ ήμουν πεζός, καθημερινός, χωρίς πολλά-πολλά
να με ξεχωρίζουν· συνηθισμένος, πες. Εκείνος είχε πάντα στο νου του σχέδια που
θα άλλαζαν τον κόσμο ολοκληρωτικά: βιβλία, τυπογραφικά στοιχεία, αρχιγράμματα,
χρυσές τομές, εκδόσεις απάντων των ευρισκομένων, ποίηση, ποίηση, ποίηση, κι άλλα
τυπογραφικά στοιχεία, μπορεί δικά του, μπορεί του Άλδου Μανούτιου. Ένα
μοναστηριακό εργαστήρι από μόνος του. Και μια γενιά τυπογράφων από μόνος του.
Δεν έχουμε άλλον σαν κι αυτόν, ούτε μπορούμε να βρούμε. Όσοι τον ξέρουν, όσοι
τον ήξεραν, καταλαβαίνουν. Έτυχε κι έγραφα τις προάλλες που πηγαίναμε, τότε,
και σβήναμε λιγάκι τα ήδη τυπωμένα χρώματα στο τυπογραφείο, με ένα επιπολής
χτύπημα της πρέσας, χωρίς να καταλαβαίνει καν ο τυπογράφος τι κάναμε: αυτός το
σκέφτηκε, δεν έχει ξαναγίνει ποτέ αλλού, όχι σ’ αυτό τον κόσμο. [§] Δεν με
εννοείτε. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει τούτο: Βλάχος, Καλιακάτσος, Αρμάος. Με
χρονολογική σειρά. Ο Αρμάος ήταν μακράν ο καλύτερος όλων. Και μάζευε πάντα τα
πιο καλά και λιγότερο τσακισμένα κουτιά από παπούτσια για να φυλάει τις χιλιάδες
καρτέλες του για τα ευρετήρια, τις φωτοτυπίες από σχέδια παμπάλαιων βιβλίων, τα
φιλμάκια από παλιές λέξεις, από παλιές εικόνες, που όλες μαζί θα συνέθεταν
κάποτε το αρτιότερο βιβλίο που θα τυπωνόταν ποτέ. Κι ας μην το διάβαζε κανείς.
[§] Κατάφερε και έβγαλε τα βιβλία που μπορούσε να προλάβει να βγάλει (κυρίως:
που του επετράπη να βγάλει…), και έτσι, δι’ αυτών, άλλαξε τον κόσμο. [§] Αν
έμαθα πέντε πράγματα από τυπογραφία, είναι που μου έδωσε αυτός πέντε από τα
εκατόν πέντε δικά του. Μπορούσε να τα δώσει όλα αν ήθελες: εγώ δεν
ήμουν για περισσότερα. [§] Γεια σου, Μήτσο.
Το
κείμενο δημοσιεύθηκε στο "The Books' Journal" (εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου