Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Ο ΓΟΡΓΟΠΟΔΑΡΟΣ ΣΙΜΩΝΕΙ




FRANCESCO PETRARCA


ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Ο ΓΟΡΓΟΠΟΔΑΡΟΣ ΣΙΜΩΝΕΙ

Την ώρα που ο ουρανός ο γοργοπόδαρος σιμώνει
στη Δύση και όταν ήδη η μέρα μας πετά να πάει
σε ανθρώπους που την περιμένουν σαν εμάς κι εκείνοι,
κατάκοπη καλοσυνάτη γραία περπατάει
σε ξένη γη με γρήγορο βηματισμό: είναι μόνη
και βιάζεται να φτάσει εκεί, στο τέμπλο που θα μείνει·
και μόνη ως θά ’ναι μέσα στη γαλήνη
του τέλους της ημέρας, τη αληθεία
μπορεί να λάβει την παραμυθία
από μι’ ανάπαυση μικρή, όπου και θα λησμονήσει
τον δρόμο που ’καμε και τον ιδρώτα που ’χει χύσει.
Εμένα, αλί μου, η κάθε μέρα μου μού φέρνει θλίψη
που μεγαλώνει αμέσως μόλις σβήσει
το φως του ο ήλιος, θέλοντας να μας εγκαταλείψει.

Κι ενώ γυρίζει ο ήλιος τους φλεγόμενους τροχούς του
και ανοίγει χώρο για να ρθεί η νυχτιά, που κατεβάζει
τις μελανές της σκιές, απ’ τα βουνά καθώς προβαίνει,
πιάνει ο σκαφτιάς και τα εργαλεία του εργωδώς συνάζει·
με ρίμες και σφυρίγματα να καθαρίσει ο νους του
επιθυμεί, ν’ απαλλαγεί από ό,τι τον βαραίνει·
το φτωχικό τραπέζι τον προσμένει:
σαν ξυλοκέρατα είτανε το αγώι –
κι αν τα επαινούν, κανένας δεν τα τρώει!
Αλλ’ ας αφήσουμε όσους νά ’ναι ευτυχείς μπορούνε
να χαίρονται – μακάρι πάντοτε να ευτυχούνε!
Την ευτυχία εγώ ποτέ δεν έπιασα στα χέρια·
και δεν θ’ αναπαυθώ όπως κι αν ερθούνε
τα πράγματα, όπως κι αν πετούν στον ουρανό τ’ αστέρια.

Σαν δει ο βοσκός τα σκότη να ξηλώνουνε τους λαύρους
σπινθήρες του μεγάλου αστέρος που τραβάει στη Δύση
και της Ανατολής τις γειτονιές νά ’ναι ομάδι
ερέβη, έχει ήδη το ραβδί του πάρει κι έχει αφήσει
και βρύσες και χορτάρια πίσω του, και οξιές και γαύρους,
και δεν τον νοιάζει πια παρά μονάχα το κοπάδι·
μετά, μακριά απ’ τον κόσμο, σε ρημάδι
καλύβι ή σπήλαιο που τό ’χει στάνη,
σε πράσινη στρωμνή, πριν ν’ αποκάνει,
κοιμάται αμέριμνος, με της ανέγνοιας του το κέφι!
Δόλιε Έρωτα, η κακία σου με σπρώχνει και με στρέφει
να κυνηγάω τη φωνή, και τα ίχνη από το βήμα
του ωραίου κτήνους που με καταστρέφει
και πάντα μ’ εμποδάς δικό μου να το κάνω κτήμα.

Οι ναυτικοί, όταν σε λιμάνι βρουν τη νηνεμία,
τα πόδια τους απλώνουν, μόλις ο ήλιος βασιλέψει,
και γέρνουν σε σκληρές κουκέτες να ξεκουραστούνε.
Εγώ, όμως, κι αν στη μέση των κυμάτων έχει στρέψει
τα νώτα του ο ήλιος, κι αφήνει πίσω του Ισπανία,
Γρανάδα και Μαρόκο και Ηρακλέους Στήλες, που ’ναι
μεθόριοι, ξέρω πως θα κοιμηθούνε
όλοι (: άντρες και γυναίκες, μα και κτήνη)
και θά ’βρουν ηρεμία, θα βρούν ειρήνη·
και πάντα εμέ θα υπάρχει κάτι να μ’ αναστατώνει,
και κάθε μέρα, αδιάλειπτα, θεριεύουνέ μου οι πόνοι
του πόθου – δέκα χρόνια ήδη τώρα έχω πλαντάξει:
συνέχεια ο πόθος λαύρος μεγαλώνει
κι αδυνατώ να δω ποιός απ’ αυτόν θα με απαλλάξει.

Και αφού το να μιλώ είν’ ξαλάφρωμα και για καλό μου,
λέω πως λυτά το βράδυ βλέπω σπίτι να γυρνάνε
τα βόδια απ’ τα παχιά χωράφια, τα καματεμένα·
μα εμένα οι στεναγμοί γιατί ποτέ δεν σταματάνε;
γιατί εγώ νά ’χω τον ζυγό για πάντα στο λαιμό μου;
γιατί τα μάτια μου μονίμως νά ’ναι μουσκεμένα;
Αχ, ο φτωχός τί έλπιζα για μένα
να γεννηθεί καλά και να προκόψει,
σαν πρωταντίκρυσα τη θεία της όψη;!
Τη σμίλεψεν ο νους μου στης καρδιάς το μετερίζι
έτσι, ώστε τέχνη ή δύναμη να μην τη συγκλονίζει
να μην μπορεί να την κινήσει ακόμα ούτ’ εκείνος
που δύναται τα πάντα ν’ αφανίζει:
ο Θάνατος – δεν ξέρω αν το κατάφερνε ακινδύνως!

Ωδή μου εσύ, μιας κι είσαι εδώ μαζί μου
απ’ όταν ξημερώνει ώς να βραδυάσει,
στον τρόπο σκέψεως, ναι, μου έχεις μοιάσει.
Μη θέλεις όμως να δειχτείς παντού! Να μην σ’ εμπνέει
ποτέ ο έπαινος των άλλων και ποτέ να μη σου λέει
πολλά! Σου φτάνει να στοχάζεσαι τί θα εμαρτύρει
για μένα η φωτιά που μ’ έχει και με καίει
σε τούτη ’δώ τη ζωντανή την πέτρα που έχω γείρει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


***************


NE LASTAGION CHE ’L CIEL RAPIDO INCHINA

Ne la stagion che ’l ciel rapido inchina
verso occidente, et che ’l dí nostro vola
a gente che di là forse l’aspetta,
veggendosi in lontan paese sola,
la stancha vecchiarella pellegrina
raddoppia i passi, et piú et piú s’affretta;
et poi cosí soletta
al fin di sua giornata
talora è consolata
d’alcun breve riposo, ov’ella oblia
la noia e ’l mal de la passata via.
Ma, lasso, ogni dolor che ’l dí m’adduce
cresce qualor s’invia
per partirsi da noi l’eterna luce.

Come ’l sol volge le ’nfiammate rote
per dar luogo a la notte, onde discende
dagli altissimi monti maggior l’ombra,
l’avaro zappador l’arme riprende,
et con parole et con alpestri note
ogni gravezza del suo petto sgombra;
et poi la mensa ingombra
di povere vivande,
simili a quelle ghiande,
le qua’ fuggendo tutto ’l mondo honora.
Ma chi vuol si rallegri ad ora ad ora,
ch’i’ pur non ebbi anchor, non dirò lieta,
ma riposata un’hora,
né per volger di ciel né di pianeta.

Quando vede ’l pastor calare i raggi
del gran pianeta al nido ov’egli alberga,
e ’nbrunir le contrade d’orïente,
drizzasi in piedi, et co l’usata verga,
lassando l’erba et le fontane e i faggi,
move la schiera sua soavemente;
poi lontan da la gente
o casetta o spelunca
di verdi frondi ingiuncha:
ivi senza pensier’ s’adagia et dorme.
Ahi crudo Amor, ma tu allor piú mi ’nforme
a seguir d’una fera che mi strugge,
la voce e i passi et l’orme,
et lei non stringi che s’appiatta et fugge.

E i naviganti in qualche chiusa valle
gettan le menbra, poi che ’l sol s’asconde,
sul duro legno, et sotto a l’aspre gonne.
Ma io, perché s’attuffi in mezzo l’onde,
et lasci Hispagna dietro a le sue spalle,
et Granata et Marroccho et le Colonne,
et gli uomini et le donne
e ’l mondo et gli animali
aquetino i lor mali,
fine non pongo al mio obstinato affanno;
et duolmi ch’ogni giorno arroge al danno,
ch’i’ son già pur crescendo in questa voglia
ben presso al decim’anno,
né poss’indovinar chi me ne scioglia.

Et perché un poco nel parlar mi sfogo,
veggio la sera i buoi tornare sciolti
da le campagne et da’ solcati colli:
i miei sospiri a me perché non tolti
quando che sia? perché no ’l grave giogo?
perché dí et notte gli occhi miei son molli?
Misero me, che volli
quando primier sí fiso
gli tenni nel bel viso
per iscolpirlo imaginando in parte
onde mai né per forza né per arte
mosso sarà, fin ch’i’ sia dato in preda
a chi tutto diparte!
Né so ben ancho che di lei mi creda.

Canzon, se l’esser meco
dal matino a la sera
t’à fatto di mia schiera,
tu non vorrai mostrarti in ciascun loco;
et d’altrui loda curerai sí poco,
ch’assai ti fia pensar di poggio in poggio
come m’à concio ’l foco
di questa viva petra, ov’io m’appoggio.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου