ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ (1982)
ΕΩΣ ΟΤΟΥ ΟΛΑ ΝΑ ΣΒΗΣΟΥΝ
Διότι πάλι δεν θά ’μια
στις λεύκες το άφθαρτο ασήμι,
χυμένη γύρη στο λεπτό δάκρυ της μέρας.
Δεν θά ’μαι του δειλινού η αγκαλιά,
η αυλή στο ξέπλυμα της σκόνης,
τα χέρια μου που ξύπναγαν τις ρίζες να χορεύουν.
Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
φτάσει το γέλιο ως τη νύχτα της μητέρας
και στο σκοτάδι η ανάσα μου επιστρέψει
άγγιγμα των χεριών της.
Διότι πάλι δεν θά ’μια λάμψη χάδι των νερών
ρήγμα στο σώμα κι απροσδόκητη φωνή,
ο ήχος, η απόκρισή του.
Δεν θά ’μια η αόρατη σκέπη του ύπνου
στα μαύρα πέταλα το βράδυ, η τρυφερή ματιά
κισσός στα χέρια, στον λαιμό
της πιο λευκής ημέρας.
Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
ανοίξω χώρο μες στην νύχτα και για μένα
κι ο ίσκιος που στο φως τώρα με βρέχει
γίνει παιχνίδι σε καμένο μεσημέρι.
Από το βιβλίο: Αλέξανδρος Μηλιάς, «Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων»,
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014, σελ. 9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου