OCTAVIO PAZ
ΣΩΜΑ ΕΝ ΟΨΕΙ
Το δε σκότος εκ νέου ηνέωκται
και φανερώνει το κορμί σου:
η κόμη σου, φθινόπωρο βαρύ, χυμένα νερά του ήλιου,
το στόμα σου με τη λευκή πειθαρχία
των καννιβαλικών σου δοντιών
που ’ναι φυλακισμένα σε φλόγες ανάμεσα,
το δέρμα σου ψωμί με κάτι λίγους κόκκους σουσαμιού
και τα μάτια σου καμένη ζάχαρη,
κι όλα πάλι μαζί τόπος όπου ο χρόνος δεν κυλάει,
κοιλάδες που μόνο τα δικά μου χείλη τις γνωρίζουν,
σελάγισμα του φεγγαριού που όλο ανεβαίνει
από τα στήθη στο λαιμό σου,
απολιθωμένος καταρράκτης οι ώμοι σου,
υψίπεδο η ωμή κοιλιά σου
και γιαλός τα πλευρά σου ατέλειωτος.
Τα μάτια σου είναι τ’ ακίνητα μάτια της τίγρης
κι αφού περάσει ένα λεπτό
τα υγρά γίνονται μάτια του σκύλου.
Τα μαλλιά σου κυψέλη και βομβίζουνε μέλισσες πάντα.
Η ράχη σου αργοκυλάει κάτω απ’ τα μάτια μου
σαν του ποταμού τη ράχη στο φως της πυρκαγιάς.
Ύδατα καθεύδοντα σμιλεύουν μέρα-νύχτα
τη χωματένια μέση σου,
και στα πλευρά σου,
τα αχανβή σαν τις άμμους της σελήνης
ο άνεμος φυσάει από το στόμα μου
κι ένα μεγάλο βογγητό
βγαίνει και σκεπάζει με τα δυό τεφρά φτερά του
τη νύχτα των σωμάτων
σαν ίσκιος αετού στη μοναξιά από πάνω της ερήμου.
Στων ποδιών σου τα δάχτυλα
από κρύσταλλο εαρινό φτιαχτήκαν τα νύχια.
Στους μηρούς σου ανάμεσα υπάρχει ένα πηγάδι
και έχει νύσταλα νερά:
παραλία όπου η θάλασσα η νυχτερινή πάει και ξαποσταίνει
με το μαύρο της φαρί στον αφρό καβάλα,
σπήλαιο σε πρόποδες βουνού που κρύβει θησαυρούς,
κάμινος με προσφορές θυσιών και ολοκαυτώματα,
χείλη μισάνοιχτα που χαμογελούνε αποτρόπαια,
του φωτός γάμοι και του ζόφου,
ορατών τε πάντων και αοράτων
(ενθάδε η σάρκα προσδοκά ανάστασιν νεκρών,
τη δικιά της ανάσταση,
η δε ημέρα ζωήν την αιώνιον).
Πατρίδα αιμάτων,
και είναι
ξ μόνη γη που την ξέρω και με ξέρει,
η μόνη γη και πατρίς που πιστεύω,
η μόνη πύλη που ανοίγει και άγει στο άπειρο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
******************************
CUERPO A LA VISTA
Y las sombras se abrieron otra vez
y mostraron su cuerpo:
tu pelo, otoño espeso, caída de agua solar,
tu boca y la blanca disciplina
de tus dientes caníbales,
prisioneros en llamas,
tu piel de pan apenas dorado
y tus ojos de azúcar quemada,
sitios en donde el tiempo no transcurre,
valles que sólo mis labios conocen,
desfiladero de la luna que asciende
a tu garganta entre tus senos,
cascada petrificada de la nuca,
alta meseta de tu vientre,
playa sin fin de tu costado.
Tus ojos son los ojos fijos del tigre
y un minuto después
son los ojos húmedos del perro.
Siempre hay abejas en tu pelo.
Tu espalda fluye tranquila bajo mis ojos
como las espalda del río a la luz del incendio.
Aguas dormidas golpean día y noche
tu cintura de arcilla
y en tus costas,
inmensas como los arenales de la luna,
el viento sopla por mi boca
y un largo quejido cubre con sus dos alas grises
la noche de los cuerpos,
como la sombra del águila la soledad del páramo.
Las uñas de los dedos de tus pies
están hechas del cristal del verano.
Entre tus piernas hay un pozo de agua dormida,
bahía donde el mar de noche se aquieta,
negro caballo de espuma,
cueva al pie de la montaña que esconde un tesoro,
boca de horno donde se hacen las hostias,
sonrientes labios entreabiertos y atroces,
nupcias de la luz y la sombra,
de lo visible y lo invisible
(allí espera la carne su resurrección
y el día de la vida perdurable).
Patria de sangre,
única tierra que conozco y me conoce,
única patria en la que creo,
única puerta al infinito.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου