Τετάρτη 4 Απριλίου 2007

ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ



ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ


ΜΟΥΧΡΩΜΑ


Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα
και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει·
στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει
ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα.

Χρυσή θυμητικών ονείρων ώρα,
που η ψυχή τη γαλήνη προμαντεύει,
την αιώνια γαλήνη, και αγναντεύει
σα για στερνή φορά κάθε της γνώρα

αξέχαστη· ξανθές κρινοτραχήλες
αγάπες, γαλανά βασιλεμένα
μάτια ογρά και φιλιά και ανατριχίλες

και δάκρυα· πλάνα δώρα ζηλεμένα
της ζήσης, που αχνοσβηέται και τελειώνει
σαν το θαμπό γιουλί που ολοένα λυώνει.



ΛΗΘΗ

Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!

Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου